430η Συνεδρίαση, Αίθουσα Τελετών Εφετείου Αθηνών, 24/06/2020
Ι. Πρόσβαση στο δικαστήριο
Εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα πρόσβασης και παρακολούθησης της δίκης, με επίδειξη και παρακράτηση της αστυνομικής ταυτότητας, μέχρι τη συμπλήρωση των θέσεων του κοινού στο ακροατήριο ενώ υπήρχε μικρή παρουσία δημοσιογράφων και κοινού.
Κατά την έναρξη της διαδικασίας, το κοινό που ήταν στην αίθουσα σηκώθηκε όρθιο κρατώντας χαρτιά όπου έγραφαν «Δεν είναι αθώοι» με τη σβάστικα διαγραμμένη. Η Πρόεδρος διέκοψε και η διαδικασία συνεχίστηκε κανονικά μερικά λεπτά αργότερα.
II. Παρουσία των κατηγορουμένων
Παρών κατηγορούμενος κατά τη σημερινή δικάσιμο ήταν ο Καστρινός.
ΙΙΙ. Αγορεύσεις συνηγόρων υπεράσπισης για την υπόθεση των Αιγύπτιων αλιεργατών
A. Αγόρευση συνηγόρου Ι. Γλύκα
Ο συνήγορος Ι. Γλύκας, εκπροσωπώντας τους κατηγορουμένους Αγριογιάννη και Παπαδόπουλο, ξεκίνησε την αγόρευσή του τονίζοντας ότι από τον Ιούνιο του 2019 με την τροποποίηση του ΠΚ, έχει αποτυπωθεί στον νέο Κώδικα η ανάγκη να αποδεικνύουν οι αστυνομικές αρχές την ενοχή του κατηγορουμένου.
Κατά τον συνήγορο, καίτοι στην υπόθεση του πελάτη του ενεπλάκησαν δύο ΑΤ Περάματος και Κερατσινίου καθώς και η Διευθυνση Αφαλείας Αττικής, δεν κατόρθωσε από πλευράς Αρχής να αποδειχθεί η ενοχή του κατηγορουμένου, καθώς οι αστυνομικές αρχές δεν κατάφεραν να εισφέρουν στοιχεία που θα μπορούσαν να εισφέρουν στην κρίση περί ενοχής. Επιπροσθέτως, ο συνήγορος ανέφερε ότι οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν δεν ήταν αποδεκτές εφόσον οι αναγνωρίσεις του κατηγορουμένου δεν έγιναν σύμφωνα με τον νόμιμο τύπο δεδομένου ότι δεν ακολουθήθηκε το αρ. 254 του ΚΠΔ επί της διαδικασίας ούτε και τηρήθηκε το αρ.225 του ΚΠΔ.
Συγκεκριμένα, κατά τον συνήγορο δεν υπήρξε προηγούμενη αναλυτική περιγραφή προσώπου παρά μόνο γενική περιγραφή, «κάποιοι με μαύρα ρούχα και τίποτα παραπάνω», ώστε να τύχει ορθής δικανικής εκτιμήσεως. Περαιτέρω, ο συνήγορος εισέφερε το στοιχείο της στάσης των κατηγορουμένων εφόσον δεν συμπεριφέρθηκαν σα να είχαν ετοιμαστεί για εγκληματική πράξη, δε θα εκτείθονταν σε κοινή θέα περιμένοντας να τους συλλάβουν, αλλά θα κρυβόντουσαν. Επίσης, οι κατηγορούμενοι απολογήθηκαν 12 Ιουνίου του 2012, πολύ προγενέστερα της κύριας κατηγορίας, περίπου 14 μήνες πριν την άσκηση της κύριας δίωξης, για βαριά σωματική βλάβη και εν συνεχεία διανθίστηκε η κατηγορία.
Εν συνεχεία, ο συνήγορος ανέφερε κατά την αγόρευσή του ότι δεν υπάρχει κάποια κατεύθυνση με πληροφορία, ή κάποια εντολή καποιου φερομενου αρχηγού κόμματος και το μόνο που υπάρχει είναι μια τυχαία συνεύρεση μεταξύ άλλων σε έναν χώρο το οποίο δε δείχνει εγκληματική συμπεριφορά. Επιπροσθέτως, οι εντολείς του, σύμφωνα με τον συνήγορο αμέσως αρνήθηκαν τις κατηγορίες, μήνυσαν αυτούς που τους αναγνώρισαν, ενώ δεν έχει βρεθεί DNA τους πάνω στον πυροσβεστήρα, ούτε βρέθηκαν τα ρόπαλα, τα ξύλα ή οι λοστοί που φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν στην επίθεση. Ο καθένας χωριστά από τους κατηγορουμένους δίνει μια πειστική εξήγηση για τον λόγο που βρέθηκε στο σημείο που συνελήφθησαν, χωρίς να υπάρξει ποτέ κάποιο αντίθετο στοιχείο που να δείχνει ότι οι άνθρωποι αυτοί έκαναν την επίθεση και ισχύει η αρχή υπέρ του κατηγορουμένου.
Επιπλέον, κατά τον συνήγορο, οι κατηγορούμενοι έχουν άλλοθι την κατάθεση της Δαμίγου η οποία είναι πολύ ακριβής στους χρόνους και αποδεικνύει ότι δε μπορεί να ευσταθούν οι χρόνοι κατά τους οποίους οι εντολείς του κατηγορούνται ότι έδρασαν. Ακόμη, ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας, Τασιόπουλος, δε μιλάει για περιγραφές προσώπων. Στη συνέχεια, ο συνήγορος κατά την αγόρευσή του ανέφερε ότι παρότι υπάρχουν 3 αδερφοί (Αιγύπτιοι αλιεργάτες) και από την συμπληρωματική ανάκριση επιλέχθηκε ο ένας, που κατά τον συνήγορο θα ωφελούσε στην υποστήριξη της κατηγορίας καθώς δεν προσέφερε πειστικές εξηγήσεις για το πώς μπόρεσε να αναγνωρίσει 6 άτομα τη στιγμή της επίθεσης, ενώ λέει ότι πήγε στο παράθυρο και προσπάθησαν να του επιτεθούν απ’ έξω, που η λογική λέει ότι προστατεύθηκε και δεν έμεινε στο παράθυρο και κατά τον συνήγορο σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να δει και τους δέκα, σε καμία περίπτωση δε δίνεται περιγραφή για ψηλό, ξανθό, αλλά μία περιγραφή για κοντοκουρεμένο. Όπως επίσης δε θα μπορούσαν αυτοί που βαρούσαν κάτω να είναι και οι ίδιοι που την ίδια ώρα βαρούσαν πάνω. Επομένως μόνο αξιόπιστος δεν μπορεί να θεωρηθεί, γιατί δε δίνει συγκεκριμένα στοιχεία και λογικές απαντήσεις. Το ίδιο συμβαίνει με τον Παπαδόπουλο. Επιπροσθέτως, ο συνήγορος αναφέρθηκε σε μια σειρά, κατά τη γνώμη του, αντιφάσεων, σε σχέση με τις προανακριτικές καταθέσεις των μαρτύρων.
Συνοψίζοντας, ο συνήγορος κατέληξε ότι το χειρότερο που θα μπορούσε να αποδοθεί στους κατηγορουμένους, θα ήταν απλή συνέργεια αν αποδεχόντουσαν ότι ήταν εκεί. Κατά τον συνήγορο τα εξωτερικά ερεθίσματα έχουν μια σημασία καθώς ως δια μαγείας μετά την απόδοση της κατηγορίας για την εγκληματική οργάνωση, υπήρξε τροποποίηση για απόπειρα ανθρωποκτονίας χωρίς κανένα άλλο στοιχείο, ενώ η κρίση ήταν ανάλογη, σε επίπεδο προσωρινής κρατήσεως.
Ακόμη, ο συνήγορος προσέθεσε ότι δε μπορεί να σταθεί οτι αυτοί οι άνθρωποι όποιοι ήταν, αν ήθελαν να επιδιώξουν αυτό το αποτέλεσμα, ειναι δεδομένο ότι θα το είχαν ολοκληρώσει, καθώς είναι δεδομένο ότι αν ανέβουν πάνω 10-15 άτομα και βαράνε με λοστούς, είναι δεδομένο ότι θα σκότωναν. Και δε βρέθηκε και κανένα τέτοιο αντικείμενο. Εν συνεχεία, ο συνήγορος παρέθεσε μια σειρά νομολογίας σε σχέση με την αποδοχή της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης έναντι της απόπειρας ανθρωποκτονίας σε ό,τι αφορά τον βαθμό του δόλου.
Τέλος, ο συνήγορος ζήτησε κατ αρχήν την απαλλαγή και των δύο εντολέων του και όλως επικουρικά, αν το δικαστήριο καταλήξει ότι υπάρχει φυσική παρουσία τους, αυτό δε μπορεί να είναι παρά μη συμμετοχή τους στο κάτω μερος του σπιτιού σε ό,τι αφορά το ισόγειο, ενώ επ’ ουδενί δεν προκύπτει δόλος απλής συνέργειας στην πράξη των αγνώστων που τελέστηκε στην ταράτσα γιατί εκεί δεν αποδεικνύεται φυσική παρουσία κανενός.
Β. Συνέχιση αγόρευσης συνηγόρου υπεράσπισης, Δ. Γκαβέλα
Ο συνήγορος Γκαβέλας συνεχίζοντας την αγόρευσή του, την οποία είχε ξεκινήσει 6 Μαρτίου, ανέφερε ότι για την αξιόποινη πράξη που τελέστηκε σε βάρος των αλιεργατών, υπάρχουν αντιτιθέμενες εκδοχές που έχουν αναπτύξει ήδη η υπεράσπιση και οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι, ενώ δήλωσε ότι η υπεράσπιση είναι δεδομένο ότι εκφράζει τη λύπη της κυρίως για την επίθεση στον Εμπάρακ Αμπούζιντ γιατί «μία επίθεση την ώρα που κοιμάσαι, στο σπίτι σου, είναι ένα γεγονός που σε ανθρώπινο επίπεδο, εμένα τουλάχιστον με αγγίζει». Αυτό όμως που κατά τον συνήγορο είναι το ερειδόμενο, είναι αν πραγματικά οι κατηγορούμενοι που υπερασπίζεται, Πανταζής και Ευγενικός συμμετείχαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Δευτερευόντως, εάν ήθελε υποτεθεί ότι είναι αληθής η κατηγορία γιατί αυτοί λένε κι ο ίδιος το πιστεύει, ότι δεν ήταν εκεί, το νομικό θέμα είναι αν πραγματικά συγκροτείται η κατηγορία της απόπειρας.
Ο συνήγορος συνέχισε αναφέροντας ότι κορυφαίες ρήσεις καθηγητών Ελλήνων και εξωτερικού κυρίως γερμανικής σχολής είναι ότι θα πρέπει να βρεθεί σε κάθε υπόθεση για να φτάσουμε στη βεβαιότητα για ενοχή, η απόδειξη που θα οδηγήσει ότι πραγματικά ο άνθρωπος που βρίσκεται ενώπιον του δικαστηρίου, είναι ένοχος. Κατά τον συνήγορο, υπάρχει μια πράξη που πήρε έναν νομικό χαρακτηρισμό, στον οποίο προχώρησε και η κα Εισαγγελέας της έδρας, μεταβάλλοντας το νομικό χαρακτηρισμό, όμως ο χαρακτηρισμός αφορούσε τη βαριά σωματική βλάβη και το ερώτημα που τίθεται σύμφωνα με τον συνήγορο είναι πώς αφαιρέθηκε από τα χέρια του φυσικού δικαστή, ανακριτή Πειραιά κι επειδή έτσι έκρινε ένας ανώτερος Εισαγγελεύς, ακυρώθηκε όλη εκείνη η τακτική ανάκριση που είχε γίνει και προφυλακίστηκαν οι εντολείς του με τα ίδια πραγματικά περιστατικά χωρίς να έχει εισχωρήσει κανένα άλλο στοιχείο και αυτό υποστήριξε ότι είναι μια παγκόσμια πρωτοτυπία της ελληνικής δικαιοσύνης την οποία στηλιτεύει και θέλει να πιστεύει ότι το δικαστήριο θα περισώσει το κύρος της Δικαιοσύνης σε αυτή την υπόθεση.
Ο συνήγορος εν συνεχεία, αφού ξεκαθάρισε ότι δεν έχει κανένα λόγο να αμφισβητήσει τους Αιγύπτιους αλιεργάτες, δήλωσε αφενός ότι θα διαφοροποιηθεί από την εισαγγελική πρόταση, που σχημάτισε πεποίθηση ότι ο Ευγενικός και ο Πανταζής ευρίσκοντο στο σημείο αυτό και αφετέρου διερωτήθηκε αν επρόκειτο πραγματικά για μια επίθεση της ΧΑ ή για κάτι άλλο. Επίσης, στην υπόθεση αυτή έφερε η διωκτική Αρχή τον Πανταζή, τον Ευγενικό και άλλους με ένα λάθος αστυνομικό ένστικτο, με μια λάθος διαδικασία, μια λάθος αναγνώριση, ανύπαρκτη και με καταθέσεις που είναι μεταξύ τους αντιφατικές ως προς το τι είχε συμβεί.
Σύμφωνα με τον συνήγορο, όλα ξεκίνησαν από την κυρία Πολυχρονιδου, την αστυνομικό της που κατέθεσε ότι 3 και 20 ειδοποιήθηκε και έλαβε εντολή απο το κέντρο ασυρμάτου να αναζητήσει με τον συνάδελφό της άτομα που επέβαιναν σε δίκυκλο πιθανόν της ΧΑ λόγω επίθεσης σε οικία που διέμεναν αλλοδαποί υπήκοοι, επομένως, έκανε η ίδια τη σύνδεση. Στη συνέχεια, πήγαν στο σημείο και γύρω στις 3:30 – 3:35 είδαν έξι άτομα, οι δύο από αυτούς φορούσαν μπλούζα της ΧΑ, ήταν συνεργάσιμοι και με εντολή του κέντρου, προσήχθησαν. Όταν μετέβησαν στο ΑΤ Κερατσινίου, αμέσως έλαβαν εντολή ότι αναλαμβάνει την υπόθεση η κρατική Ασφάλεια. Άρα κατά τον συνήγορο, έχουμε μια πράξη αφαιρέσεως της δικογραφίας και την ανάληψη της από μία άλλη υπηρεσία.
Ο συνήγορος συνέχισε αναφέροντας ότι υπό κανονικές συνθήκες οι εντολείς του, θα έδιναν απλώς τα στοιχεία τους στους αστυνομικούς κατά τον έλεγχο, θα γινόταν η διακρίβωση και θα έφευγαν δεδομένου ότι δεν υπήρχε το οτιδήποτε σε βάρος τους, ενώ ούτε ίχνη από άνοιγμα πυροσβεστήρος υπήρχαν που έχει τη σκόνη ή οτιδήποτε άλλο πάνω τους. Η εντολή δόθηκε από το κέντρο μόνο και μόνο επειδή φέρονταν να φορούν μπλούζα της ΧΑ. Η κα Πολυχρονίδου δεν είχε καταθέσει για επώνυμο, δεν είχε προσδιορίσει κάτι από το υποτιθέμενο στοιχείο του ποιος έχει κουμάντο του ποιος φορά ή δε φορά μπλούζα της ΧΑ που ήταν ένα από τα στοιχεία που τους οδήγησαν στο τμήμα, όμως στις ειδικές ανακρίτριες εφέτες, κατά τον συνήγορο, θυμήθηκε η μάρτυρας να καταθέσει για τον Πανταζή συγκεκριμένα. Επομένως η ανάκριση ενδιαφερόταν για την υποστήριξη της κατηγορίας για εγκληματική οργάνωση όπως αυτή δομήθηκε στην εισαγγελική πρόταση που αποδέχθηκε η πλειοψηφία και παρέδωσε στο δικαστήριο, όπου χρειαζόταν ο Πανταζής να ήταν πυρηνάρχης.
Εν συνεχεία ο συνήγορος ανέφερε ότι η κρατική ασφάλεια που ανέλαβε, έστειλε ένα διαβιβαστικό που στηρίζεται στο αποδεικτικό υλικό που είχε συγκεντρώσει στις καταθέσεις πριν αλλάξουν, πριν μεταστραφούν, πριν εμπλουτιστούν και λέει ότι ξεκίνησαν από κάτω προς τα πάνω.
Δήλωσε επίσης ο συνήγορος ότι έκανε χρήση κυρίως των προανακριτικών καταθέσεων, χωρίς να υποτιμά τη βασανιστική διαδικασία της εξέτασης των μαρτύρων ενώπιόν του δικαστηρίου, όμως σε συνέχεια του επιχειρήματος του κ. Γλύκα, τα δικαστήρια για τον σχηματισμό κρίσης, είναι οι πραγματικές καταθέσεις αυτές που μπορούν να οδηγήσουν στην αλήθεια. Αναφέρθηκε στη συνέχεια σχετικά, σε ένα βίντεο που ο ίδιος λέει πως ήταν από τους Αιγύπτιους αλιεργάτες που δίνουν συνέντευξη στο zougla.gr προκειμένου να εισέλθει στο κομμάτι της αναγνωρίσεως και της αξιοπιστίας αυτής.
Κατά τον συνήγορο, είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι άνθρωποι αυτοί υπέστησαν επίθεση. Το αν υπέστησαν από τη ΧΑ δεν το ξέρει, το αν υπέστησαν από τους συγκεκριμένους ανθρώπους το διαψεύδει, καθώς το πρωί της επόμενης ημέρας ενώ τα θύματα έχουν ήδη δώσει καταθέσεις, ο πρώτος έδωσε 6:15 το πρωί, ο δεύτερος 7:45και ο τρίτος 8:20 το πρωί και μετά όλοι μαζί ήταν στην τηλεόραση όπου εκεί ο ένας ρωτήθηκε αν μπορεί να αναγνωρίσει κάποιους από τους δράστες και η απάντηση ήταν ότι είδε έναν από αυτούς και αν βλέπεις έναν από αυτούς έστω από μακριά, δε χρειάζεσαι κάτι άλλο.
Κατά τον συνήγορο, παρότι είναι θύμα και δε θα έπρεπε να συμβαίνουν στη χώρα μας αυτά, με αυτή την απάντηση, ο ίδιος που κατηγορεί για ρατσιστική συμπεριφορά, είναι ο ίδιος ισοπεδωτικός σε προσωπικότητες και τους αντιμετωπίζει ενιαία. Ο Αχμεντ, είπε «ανέβηκαν πρώτα στην ταράτσα, χτυπώντας με σιδερένους λοστούς και ξύλα το παράθυρο, ενώ βρέθηκαν ξυλάκια σπασμένα», ωστόσο κατά τον συνήγορο όταν σταθεί κάποιος έξω από ένα παραθυράκι αυτού του μεγέθους σε μια παλιά μονοκατοικία με αυτά τα διαβρωμένα παραθυρόφυλλα και έχει στα χέρια του σιδερένια και ξύλινα λοστάρια, αυτό που θα καταφέρει δεν είναι να σπάσει μόνο μερικά ξυλάκια. Στη συνέχεια ο συνήγορος παρέθεσε περιπτώσεις νομολογίας που η απόπειρα ανθρωποκτονίας μετεβλήθη σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη.
Αναφορικά με την κατηγορία που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος Πανταζής για την υπόθεση του ΠΑΜΕ, ο συνήγορος ανέφερε ότι υπάρχει μια αναντίρρητη φυσική παρουσία του Πανταζή στον χώρο που εκτυλίχθηκε το περιστατικό με το ΠΑΜΕ, το οποίο του θύμησε τα φοιτητικά του χρόνια, όταν ήταν στη ΔΑΠ υπεύθυνος στο δεύτερο έτος και εξέδιδαν ένα περιοδικό και ενα φυλλάδιο το «εξ’ επαφής» έχοντας και την ομάδα περιφρούρησης γιατί «γίνονταν έκτροπα καθώς πάντα τα πάθη ήταν τεταμένα μεταξύ των αντίθετων παρατάξεων». «Το διάστημα εκείνο», ανέφερε ο συνήγορος, «έχουμε μια περιρέουσα ατμόσφαιρα όπου το ΠΑΜΕ έκανε “αντάρτικο” για να υπογραφούν συμβάσεις, συνδικαλιστικοί εκβιασμοί μαράζωναν τη Ζώνη και άλλες πολλές. Αυτό που έκανε η ΧΑ είναι ότι από το 0,59% εκτοξεύτηκε στο 11.9% και εκεί σίγουρα ενόχλησε την άλλη πλευρά που είχε όλη την πίτα δική της καθώς η ΧΑ ήθελε να εμβολίσει την παντοκρατορία του ΠΑΜΕ και να κάνει δικό της συνδικάτο και να συνομιλήσει με εφοπλιστές».
Κατά τον συνήγορο, «το ΠΑΜΕ λέει ότι συναντήθηκαν στις 11 το βράδυ, δεν όμως ξέρουμε πώς συγκεντρώθηκαν, γιατί δεν έγινε άρση και του δικού τους απορρήτου, δεν ξέρουμε τι μηνύματα είχαν ανταλλάξει για να δούμε τι πραγματικά είχε συμβεί» και αυτό που παρατηρεί είναι ότι βρέθηκαν δύο αντιπαλες ομάδες που εδάρρησαν. Συνέχισε λέγοντας «κανένας από τους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ δεν αναφέρει ότι οι άνθρωποι που ανήκαν στη ΧΑ, αποδεδειγμένα πια εδώ, καθώς υπάρχει μια ομολογημένη φυσική παρουσία στον τόπο, δε λένε ότι φορούσε κάποιος από αυτούς της ΧΑ γάντια ενώ αν έπεφτε το ξύλινο κοντάρι με τη σιδερένια απόληξη στο κεφάλι κανενός, το κεφάλι θα ‘χε ανοίξει και τέτοια πράγματα δεν έχουμε από τα ιατροδικαστικά ευρήματα, παρά μόνο απλές σωματικές βλάβες». Ο Πανταζής κατά τον συνήγορο ήταν πράγματι εκεί και βγήκε μπροστά, δε φαίνεται όμως να συμμετέχει πουθενά με ξύλο. Ο συνήγορος ολοκλήρωσε την αγόρευσή του ζητώντας την απαλλαγή των εντολέων του.
Στο σημείο αυτό το δικαστήριο διέκοψε για την Τετάρτη 25 Ιουνίου 2020 στην Αίθουσα Τελετών του Εφετείο Αθηνών όπου η διαδικασία θα συνεχιστεί με αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης.