411η Συνεδρίαση Αίθουσα Τελετών Εφετείου Αθηνών, 28/01/20
Ι. Πρόσβαση στο δικαστήριο
Εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα πρόσβασης και παρακολούθησης της δίκης, με επίδειξη και παρακράτηση της αστυνομικής ταυτότητας, μέχρι τη συμπλήρωση των θέσεων του κοινού στην αίθουσα του ακροατηρίου. Υπήρχε παρουσία δημοσιογράφων και παρουσία κοινούεντός της αίθουσας.
II. Παρουσία των κατηγορουμένων
Κανένας κατηγορούμενος δεν ήταν αυτοπροσώπως παρών κατά τη διαδικασία.
III. Συνέχιση της αγόρευσης του συνηγόρου πολιτικής αγωγής για τα μέλη του ΠΑΜΕ, Π. Σαπουντζάκη
Συνεχίζοντας την αγόρευσή του ο συνήγορος της πολιτικής αγωγής για το ΠΑΜΕ Π. Σαπουντζάκης σχολιάζει τη γνησιότητα του καταστατικού της ΧΑ που εισέφερε ο μάρτυρας Ψαρράς λέγοντας ότι ταυτίζεται με τα ευρεθέντα στο σπίτι του Παππά στα Ιωάννινα ενώ συνέχισε ο δικηγόρος μεγάλα αποσπάσματα αυτού είχαν δημοσιευθεί στην Ελευθεροτυπία ήδη στις 28/10/90 και στις 2/7/1998. Επιπλέον είπε ότι ο ισχυρισμός αρχικά περί ανυπαρξίας καταστατικού και στη συνέχεια περί ενός δίφυλλου διαψεύστηκε από τον μάρτυρα υπεράσπισης του Νικ. Μιχαλολιάκου, Σπίνο που αναφέρθηκε σε καταστατικό της οργάνωσης προ 20 ετίας.
Για την κατάθεση του πρώην στελέχους της ΧΑ Ηλ. Σταύρου ο συνήγορος σχολίασε ότι προέκυψε πως η οργάνωση χρησιμοποιούσε τον όρο λαϊκός και κοινωνικός εθνικισμός αντί του εθνικοσοσιαλισμού που δεν είναι έτοιμη η ελληνική κοινωνία να δεχτεί όπως είπε ο μάρτυρας. Για τις απειλές που δέχθηκε όταν είπε ότι θέλει να αποχωρήσει, ο συνήγορος τις συνέκρινε με τις τακτικές μαφίας.
Για τη δολοφονία του Π. Φύσσα, ο δικηγόρος είπε ότι η ανάληψη του πολιτικού κόστους από τον Νικ. Μιχαλολιάκο σημαίνει πολιτική κάλυψη της οργάνωσης γι αυτό που συνέβη ενώ σχολίασε ότι ο μάρτυρας υπεράσπισης Σπίνος είπε ότι ο αρχηγός γνώριζε για τη δολοφονία από το ίδιο βράδυ. Ακολούθως ο συνήγορος σχολίασε τον μάρτυρα Χατζησταμάτη που κατέθεσε ότι ο Γ. Ρουπακιάς δολοφόνησε για να ανέβει στην ιεραρχία της οργάνωσης, συγκρίνοντας την ΧΑ με πρακτικές της μαφίας. Για τον ισχυρισμό των ευρισκομένων στο σημείο της δολοφονίας ότι πήγαν να μοιράσουν τρικάκια ο δικηγόρος είπε πως ο ίδιος ο Μιχαλολιάκος το διαψεύδει. Ενώ συνέχισε λέγοντας ότι είναι κοινό σημείο των επιθέσεων ότι γίνονται νύχτα, κατόπιν ενέδρας και σ’ όλα τα περιστατικά οι επιτιθέμενοι είναι περισσότεροι και οπλισμένοι έναντι λιγότερων άοπλων.
Για τη μαρτυρία του Σπουρδαλάκη ο δικηγόρος είπε ότι ο μάρτυρας κατέθεσε πως υπάρχουν οικονομικοί πόροι που δεν δικαιολογούνται από τα οικονομικά της οργάνωσης. Για την κατάθεση του δημοσιογράφου Αλέκου Ράπτη που αναφέρεται στους δράστες των βανδαλισμών που γίνονται κάθε χρόνο στο εβραϊκό νεκροταφείο των Ιωαννίνων, ο συνήγορος σχολίασε ότι από την κατάθεση του μάρτυρα προέκυψε ότι στους βανδαλισμούς εμπλέκεται και το όνομα του διοικητή της δίωξης ναρκωτικών Ιωαννίνων και ότι ο αξιωματικός αυτός μαζί με άλλους συνελήφθη από άντρες της αστυνομίας.
Ο συνήγορος τέλος άσκησε κριτική στην εισαγγελική πρόταση λέγοντας ότι είναι εκτός πραγματικότητας αφού αγνοώντας τους 300 και πλέον μάρτυρες αλλά και το αποδεικτικό υλικό κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ηγεσία δεν γνώριζε και δεν υπήρχε στοχοποίηση των θυμάτων και ότι για καμία πράξη δεν είχε κίνητρο η οργάνωση καθώς απ’ το ‘92 και μετά δεν υπήρχαν ακραίοι. Ακολούθως ο δικηγόρος είπε πως η εισαγγελική πρόταση αντιφάσκειδιότι μολονότι λέει ότι είναι ποινικώς αδιάφορο αν είναι ναζιστές, η πρόταση αναφέρεται ειδικώς στο ότι η οργάνωσηάλλαξε ιδεολογία από το ’92 και μετά. Αυτόείπε ο δικηγόρος αποδεικνύει ότι επειδή ο ναζισμός είναι συνυφασμένος με τη βία, με την κατάλυση της δημοκρατίας και με τη δράση των ταγμάτων εφόδου έπρεπε να αποτιναχθεί η ρετσινιά του ναζισμού.
IV. Έναρξη της αγόρευσης του συνηγόρου πολιτικής αγωγής για τα μέλη του ΠΑΜΕ Θ. Θεοδωρόπουλου
Στο σημείο αυτό ξεκινά την αγόρευσή του ο συνήγορος των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ Θ. Θεοδωρόπουλος, θέτοντας στον πυρήνα της αγόρευσής του το ερώτημα εάν οι εξεταζόμενες υποθέσεις είναι το αποτέλεσμα δράσης μεμονωμένων ατόμων που έδρασαν ως «ιδιώτες» και εκτός πλαισίου της Χρυσής Αυγής ή αντίθετα είναι το προϊόν οργανωμένων επιθέσεων. Για την απάντηση στο ερώτημα αυτό, συνεχίζει ο συνήγορος, θα χρησιμοποιηθεί το τεράστιο αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από τις ερωτήσεις Δικαστών και των δικηγόρων της Πολιτικής Αγωγής καθώς το υλικό όπως λέει δεν ήταν μοιραίο να υπάρξει αλλά προέκυψε από τους παράγοντες της Δίκης. Για τον αυτοτελή ισχυρισμό των κατηγορουμένων Ν. Μιχαλολιάκου κ.α. ότι το έγκλημα στο αρ. 187 παρ. 1 ΠΚ (εγκληματική οργάνωση) δεν στοιχείται-κατά νομοθετική παράλειψη-αν και θα έπρεπε, προς την έννοια του οργανωμένου εγκλήματος, όπως αυτό ορίζεται, στη σύμβαση του Παλέρμο λόγω παράλειψης του στοιχείου του προσπορισμού οικονομικού οφέλους, ο δικηγόρος Θ. Θεοδωρόπουλος αναφέρεται εκτενώς σε άρθρο του καθηγητή Ν. Λίβου για το θέμα ο οποίος για τη διαφοροποίηση αυτή μεταξύ κειμένου Σύμβασης και ελληνικού ποινικού κώδικα ασκεί κριτική λέγοντας ότι αφενός ο δικαστής δεν μπορεί να ενδυθεί το ρόλο του Νομοθέτη προσθέτοντας τον προσπορισμό του περιουσιακού οφέλους ως σκοπό της οργάνωσης του άρ. 187 παρ. 1ΠΚ και αφετέρου ότι ο έλληνας νομοθέτης παραλείποντας το στοιχείο του σκοπού προσπορισμού οικονομικού οφέλους όρισε αυστηρότερα την εγκληματική οργάνωση συμμορφούμενος απολύτως προς τους σκοπούς της Σύμβασης του Παλέρμο η οποία θέτει ένα ελάχιστο όριο προστασίας.
Επιπλέον ο συνήγορος αναφέρεται εκτενώς σε μελέτη του ιδρύματος Μαραγκοπούλου η οποία εκκινώντας από τη διαπίστωση ότι σε σειρά ευρωπαϊκών ποινικών κωδίκων δεν έχει ενσωματωθεί ο σκοπός οικονομικού οφέλους ως στοιχείο του ορισμού της εγκληματικής οργάνωσης καταλήγει στο ότι η ύπαρξη οικονομικού κινήτρου δεν θεωρείται απαραίτητο στοιχείο ποινικού χαρακτηρισμού μιας ομάδας ως εγκληματικής οργάνωσης, η δε εισαγωγή του στοιχείου του προσπορισμού οικονομικού οφέλους περιορίζει την έννοια της εγκληματικής οργάνωσης.
Για τον δόλο σκοπού, ο συνήγορος αναφέρει ότι μετά την τροποποίηση της διάταξης με το Ν. 3875/2010 και την αντικατάσταση της φράσης «και επιδιώκει» με τη φράση «που επιδιώκει» ο δόλος σκοπού βαρύνει πλέον την ίδια την οργάνωση, χωρίς να απαιτείται να βαρύνει κάθε μέλος αυτής, δηλ. το εντασσόμενο στην οργάνωση μέλος αρκεί να έχει ενδεχόμενο δόλο ως προς τη διάπραξη των κακουργημάτων από την οργάνωση (δεδομένου ότι η αναφορική αντωνυμία που προσδιορίζει πλέον ρητά την οργάνωση και όχι το μέλος).
Συνεχίζοντας για τα προβλήματα απόδειξης της ύπαρξης εγκληματικής οργάνωσης, ο συνήγορος επικαλείται τη μελέτη των Χ. Σατλάνη και Λ. Μαργαρίτη, η οποία αναφέρει ότι ειδικά για την επιδίωξη τέλεσης κακουργημάτων από πλευράς μιας οργάνωσης η επιδίωξη αυτή αποδεικνύεται μεταξύ άλλων και με τη χρήση νεοναζιστικών συμβόλων και εξύμνησης του Χίτλερ που κατά πρόδηλη παράβαση των διεθνοδικαιικών κανόνων χρησιμοποίησε την ένοπλη βία για την κατάκτηση ξένων εδαφών και την εξόντωση λαών, ευθυνόμενος για τον θάνατο πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων και επικαλούμενος το ιδεολογικό μανιφέστο του ναζιστικού κόμματος στο βιβλίο του «Ο Αγώνας μου».
Στο βασικό ερώτημα εάν ένα πολιτικό κόμμα μπορεί να χαρακτηριστεί εγκληματική οργάνωση, ο συνήγορος επικαλείται την ιδιωτική γνωμοδότηση του Λ. Κοτσαλή που εκδόθηκε μετά από αίτημα των συνηγόρων υπεράσπισης των κατηγορουμένων όπου αναφέρεται επί λέξει: «Πλην όμως, επειδή το έγκλημα της Ε.Ο. είναι κοινό [όχι ιδιαίτερο], αφού υποκείμενο τέλεσής του μπορεί να είναι οποιοσδήποτε (…), δεν αποκλείεται μέλη του πολιτικού κόμματος να είναι και μέλη μιας Ε.Ο. ή εντός ενός πολιτικού κόμματος, όπως και εντός μιας οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας, να αναπτυχθούν θύλακες μιας Ε.Ο. Η διαπίστωση εν τούτοις αυτή, της διπλής δηλαδή ιδιότητας κάποιου προσώπου ως μέλους πολιτικού κόμματος και ως μέλους Ε.Ο., πρέπει να εδράζεται σε αντικειμενικά στοιχεία, σε πραγματικά δηλαδή στοιχεία που θεμελιώνουν την ποινική υπόσταση του εγκλήματος της Ε.Ο., και όχι στην ισοπεδωτική αντίληψη ότι παν μέλος του πολιτικού κόμματος, εντός του οποίου έχουν τυχόν αναπτυχθεί θύλακες μιας Ε.Ο., να θεωρείται ταυτόχρονα και μέλος της Ε.Ο.».
Για την «αρχή του αρχηγού», ο συνήγορος σχολιάζει ότι αυτή διαφαίνεται ακόμα και στο «φανερό» καταστατικό της οργάνωσης του 2012 σε διατάξεις όπως αυτή που προβλέπει την αυτόματη ανανέωση της θητείας του ΓΓ και αυτή που ορίζει ότι ο ΓΓ επιλέγει τους πάντες και τα πάντα. Ακολούθως ο συνήγορος ασκώντας κριτική στα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με την εισαγγελική πρόταση, υποστηρίζει επικαλούμενος και σχετική αρθρογραφία (Καλφέλης) ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της διεύθυνσης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση δεν απαιτείται να έχει δοθεί από τον διευθύνοντα συγκεκριμένη εντολή αλλά αρκεί ο κεντρικός σχεδιασμός όπως στην επίθεση στο στέκι «Αντίπνοια» όπου η αντιεξουσιαστική ιδιότητα στοχοποιούσε τα θύματα χωρίς να προσδιορίζεται ποια συγκεκριμένα πρόσωπα θα δεχθούν επίθεση.
Για τον ανθρωποκτόνο δόλο, ο συνήγορος επικαλείται τη νομολογία -μεταξύ άλλων και της συνεξεταζόμενης επίθεσης στο στέκι «Αντίπνοια»-σύμφωνα με την οποία ο ανθρωποκτόνος δόλος υπάρχει είτε όταν ο δράστης θέλησε ευθέως και αποκλειστικώς τη θανάτωση, είτε όταν θέλησε ή να σκοτώσει ή να τραυματίσει, είτε όταν σκοπούσε μεν στην επαγωγή σωματικών βλαβών, δεν απέκλειε όμως το σκοπό ή το ενδεχόμενο της θανάτωσης. Για την στοιχειοθέτηση απλής συνέργειας σε ανθρωποκτονία, ο δικηγόρος σχολίασε με νομολογιακές αναφορές ότι αρκεί κι η απλή παρουσία στον τόπο του εγκλήματος στο βαθμό που αυτή ενισχύει ψυχικά την απόφαση του δράστη να τελέσει την πράξη, πολλώ δε μάλλον όταν ο παριστάμενος με φωνές και κρατώντας επιθετικά αντικείμενα ενδυναμώνει τη θέληση του δράστη.
Για την επίθεση στα μέλη του Π.Α.ΜΕ. τον Σεπτέμβριο 2013, ο συνήγορος της απέδωσε εν μέρει έναν επικοινωνιακό χαρακτήρα υπό την έννοια ότι εντασσόταν σ’ ένα ευρύτερο σχέδιο της Χ.Α. για κλιμάκωση της βίας με στόχο την καλλιέργεια κλίματος τρομοκρατίας όπως και στην περίπτωση του Μελιγαλά, το οποίο σχέδιο εν τέλει κορυφώθηκε με την ανθρωποκτονία του Π. Φύσσα.. Η στοχοποίηση των συγκεκριμένων θυμάτων, λέει ο συνήγορος συνδέεται άμεσα με την ιδιότητά τους ως συνδικαλιστές του Π.Α.ΜΕ. και ως μέλη του Συνδικάτου Μετάλλου στην περιοχή της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης. Η βασική ιδέα της επίθεσης ήταν η καλλιέργεια ενός κλίματος «αφού μπορούμε εδώ (σημ. στη Ζώνη) μπορούμε παντού» ανέφερε χαρακτηριστικά ο συνήγορος Η επίθεση, συνέχισε ο συνήγορος, σχεδιάστηκε από την ηγεσία της Χ.Α. καθώς υπήρχε κεντρικό ενδιαφέρον για τον έλεγχο της Ζώνης γεγονός που, όπως λέει, μπορεί να κωδικοποιηθεί, στη φράση του κατηγορούμενου Ηλ. Κασιδιάρη «Η Ζώνη θα λειτουργεί υπό την αιγίδα της ΧΑ». Απόδειξη επισημαίνει ο δικηγόρος της σημασίας που είχε για τη Χ.Α. ο έλεγχος της Ζώνης συνιστά η παρουσία στην από 08.08.2013 εκδήλωση-προαναγγελία της επίθεσης, πρωτοκλασάτων στελεχών όπως ο τοπικός περιφερειάρχης Ι. Λαγός αλλά και οι -τελείως ασύνδετοι με την περιφέρεια- βουλευτές και μέλη του Πολιτικού Συμβουλίου κατηγορούμενοι Παναγιώταρος και Μίχος.
Για τη σχέση της Χρυσής Αυγής και εφοπλιστών στη Ζώνη, ο συνήγορος αναφέρεται μεταξύ άλλων: α) σε σχετική καταγγελία που έγινε το 2012 στην Εισαγγελία Πειραιά, και β) στην ταύτιση απόψεων μεταξύ εφοπλιστών, βουλευτών της ΧΑ και συνδικαλιστών της ΧΑ. Ακολούθως σχολιάζει ότι όλοι ισχυρίζονται πως για την υποβάθμιση της Ζώνης ευθυνόταν το Συνδικάτο Μετάλλου επειδή έκανε απεργίες και ζητούσε αυξήσεις, ότι το Συνδικάτο εκβίαζε ζητώντας υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, ότι πρέπει να δοθούν φορολογικές και ασφαλιστικές απαλλαγές στους εφοπλιστές. Ενδεικτικό της κατεύθυνσης που θέλει να δώσει η Χ.Α. αλλά και απόδειξη της υιοθέτησης των αιτημάτων των εργοδοτών από την οργάνωση, συνεχίζει ο συνήγορος, είναι οι δηλώσεις του Κυριτσόπουλου μέλους της Χ.Α. και εργοδηγού στη Ζώνη ότι «… πρέπει να μειωθούν τα μεροκάματα». Επιπλέον ο συνήγορος αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στην απολογία του Αντωνακόπουλου ο οποίος είπε ότι σε ομιλία βουλευτών της Χ.Α. στην Πύλη Περάματος τους άκουσε να λένε «…Ότι θα βοηθούσαν όσο μπορούσαν για τη δουλειά και ότι είχαν κάποιους γνωστούς εφοπλιστές του κύκλου τους, οι οποίοι θα έφερναν τα καράβια τους εκεί για να έχουμε εμείς δουλειά με αντάλλαγμα να μην υπάρχουν απεργίες…». Ακολούθως σχολίασε την απολογία του Ι. Άγγου ο οποίος είπε ότι «…Είχε ακουσθεί ότι αν γινόταν το σωματείο της Χ.Α. στη ζώνη και σταματούσαν οι απεργίες, όπως γινόταν με το σωματείο του ΠΑΜΕ, θα ερχόντουσαν δουλειές…».
Για τον ισχυρισμό της υπεράσπισης ότι είναι θεμιτή επιδίωξη ενός κόμματος να αλλάξει με τη δράση του τους συσχετισμούς στο συνδικαλιστικό κίνημα, ο συνήγορος σχολιάζει ότι αφενός η ολιγάριθμη ομάδα που -παραμένει μέχρι και σήμερα ολιγάριθμη όπως είπε- δεν θα μπορούσε να υλοποιήσει με ειρηνικά μέσα τις εξαγγελίες της περί σπασίματος του αποστήματος του Π.Α.ΜΕ. και αφετέρου ότι καμία συμμετοχή της ομάδας αυτής δεν υπήρξε σε γενική συνέλευση, ούτε σε κάποια διαδήλωση, ούτε σε οποιαδήποτε εργασιακή διεκδίκηση ει μη μόνο η επίθεση εναντίον του Π.Α.ΜΕ.
Ακολούθως ο συνήγορος είπε για τις καταθέσεις των αστυνομικών που διεξήγαγαν την έρευνα στα γραφεία Χ.Α. Περάματος μετά την επίθεση στα μέλη του ΠΑΜΕ, οι οποίες έκαναν λόγο για ανεύρεση ιδιοκατασκευής που την χαρακτήρισαν φονικό εργαλείο. Για τον υπερασπιστικό ισχυρισμό ότι το εργαλείο είχε τοποθετηθεί εκεί προκειμένου να ενοχοποιηθεί η ΧΑ, ο συνήγορος επικαλείται την μαρτυρία του αστυνομικού ότι η ιδιοκατασκευή βρέθηκε με κρυμμένη τη μεταλλική άκρη καμουφλαρισμένη ως εξάρτημα κλιματιστικού.
Για τον υπερασπιστικό ισχυρισμό ότι το τηλεφώνημα που προκάλεσε την έρευνα στα γραφεία της Χ.Α. στο Πέραμα ήταν ψευδές διότι δεν ανευρέθη οπλισμός άλλος πλην της ιδιοκατασκευής, ο συνήγορος σχολιάζει ότι είναι λογικό να μη βρεθεί ο οπλισμός αφού μεταξύ τηλεφωνήματος και έρευνας μεσολάβησε διάστημα 22 ωρών με δεδομένο άλλωστε λέει ο συνήγορος ότι βάσει των καταγεγραμμένων συνομιλιών συχνά γίνονται υποδείξεις συγκάλυψης. Ιδιαίτερο σχολιασμό κάνει ο συνήγορος σε μάρτυρες των οποίων οι καταθέσεις στην προδικασία διαφοροποιούνται σημαντικά από τα όσα είπαν στο ακροατήριο όπως ο Λυριτζής οδηγός λεωφορείου παρών στην επίθεση, για τον οποίο ο συνήγορος σχολίασε ότι λόγω φόβου δεν είπε όσα γνώριζε.
Καταληκτικά, ο δικηγόρος είπε ότι ενδεικτικό της αίσθηση ακαταδίωκτου της οργάνωσης είναι ότι μολονότι ο Πανταζής είχε επιτεθεί στα μέλη του ΠΑΜΕ με ακάλυπτα χαρακτηριστικά, η οργάνωση την επόμενη μέρα διαψεύδει ότι έχει σχέση με την επίθεση και καταγγέλλει τα θύματα ως συκοφάντες.
Στο σημείο αυτό, το Δικαστήριο διέκοψε για την 29/1/2020 στην αίθουσα τελετών του Εφετείου Αθηνών, οπότε και θα συνεχιστεί η αγόρευση του συνηγόρου πολ. αγωγής Θεοδωρόπουλου.