ΗΜΕΡΑ 67: ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΑ Ν.ΜΑΝΤΑ

67η Συνεδρίαση, Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού, Αθήνα, 24.06.2016Ι.

I. Πρόσβαση στο δικαστήριο

Εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα πρόσβασης και παρακολούθησης τη δίκης από το κοινό, με επίδειξη και παρακράτηση της αστυνομικής ταυτότητας. Παρατηρήθηκε σχετικά χαμηλή προσέλευση κοινού, παρόντες ήταν πολλοί δημοσιογράφοι καθώς και φίλοι και μέλη της οικογένειας Φύσσα.

II. Παρουσία και εκπροσώπηση των κατηγορουμένων

Κατά την προηγούμενη δικάσιμο το δικαστήριο είχε διατάξει την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των κατηγορουμένων. Ετσι, παρόντες στη διαδικασία ήταν δεκαεπτά (17) κατηγορούμενοι- όλοι οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση Φύσσα, με εξαίρεση τον Γ. Δήμου, για τον οποίο ο συνήγορός του προσκόμισε πιστοποιητικό ασθενείας. Δεκαπέντε (15) κατηγορούμενοι καταγράφηκαν ως απόντες ενώ οι υπόλοιποι εκπροσωπήθηκαν από τους συνηγόρους τους.

III. Συνέχιση της διαδικασίας – Αιτήματα συνηγόρων υπεράσπισης

Κατά την έναρξη της διαδικασίας διαπιστώθηκε ότι δε λειτουργούσαν τα μικρόφωνα. Μετά από ολιγόλεπτη διακοπή η βλάβη αποκαταστάθηκε, ωστόσο προς τη λήξη της συνεδρίασης εμφανίστηκε εκ νέου το πρόβλημα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν συχνά διαμαρτυρίες ότι δεν ακούγεται ο μάρτυρας.
Ο Μεϊτάνης, αυτεπαγγέλτως διορισθείς συνήγορος του Άγγου, ζήτησε να απαλλαχθεί των καθηκόντων του λόγω φόρτου εργασίας κι επειδή έχει διοριστεί συνήγορος σε άλλη δίκη στην ίδια αίθουσα που ήδη διαρκεί δύο χρόνια. Η Πρόεδρος επισημαίνει ότι υπάρχει ήδη διορισθείσα συνήγορος για τον ίδιο κατηγορούμενο, η κα Μάρκου, η οποία παρεμβαίνει καιζητά να διορισθεί κι ένας δεύτερος συνήγορος λόγω του όγκου των στοιχείων κι επειδή θα απουσιάζει στο άμεσο μέλλον. Το δικαστήριο δέχεται το αίτημα του κ.Μεϊτάνη.
Ο Μπόνης (για Τσαλίκη) αιτείται να μην προσέρχεται αυτοπροσώπως στη δίκη ο εντολέας του επειδή δουλεύει στη Σκιάθο και μένει μόνιμα εκεί. Το ίδιο και ο Σαντοριναίος, επικαλείται λόγους εργασίας και βιοπορισμού. Παρομοίως, ο Μιχάλαρος δηλώνει ότι είναι εργάτης στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη και ζητά να προσέρχεται μόνο σε ορισμένες δικασίμους. Παίρνουν τον λόγο και άλλοι συνήγοροι με το ίδιο αίτημα (μη συνεχούς εμφάνισης) και συγκεκριμένα ο Πατέλης, λόγω εργασίας ως ελαιοχρωματιστής, ο Κορκοβίλης και ο Τσακανίκας, επειδή δουλεύει σε λαϊκή αγορά.

ΙV. Κατάθεση του μάρτυρα Νικολάου Μαντά, φίλου του Π.Φύσσα

Ο Ν. Μαντάς δήλωσε ότι είναι διανομέας, ζει στο Αιγάλεω και γνώριζε τον Π. Φύσσα από το 2008-2009 μέσω της μουσικής. Πριν το βράδυ της δολοφονίας είχε να δει τον Π.Φύσσα πέντε- έξι μήνες περίπου. Ζητώντας του η πρόεδρος να περιγράψει τη βραδιά εκείνη, ξεκίνησε λέγοντας «ήμουν κατά τις 9 μμ σε μια καφετέρια στη Σαλαμίνος στο Κερατσίνι, ήμουν εκεί με τον Μιχάλη Ξυπόλητο, τον Μελαχροινόπουλο, τον Ηλία, το Νίκο, δύο κοπέλες και τον Σεϊρλή. Συναντηθήκαμε με τον Μιχάλη και τον Παύλο Σεϊρλή και μετά ήρθαν και τα παιδιά. Ο Σεϊρλής μίλησε με τον Παύλο στο κινητό, δεν ξέρω ποιος κάλεσε ποιον, μας είπε ότι είναι σε μια καφετέρια κοντά, να πάμε εκεί για να συνεχίσουμε και μετά. Η καφετέρια αυτή ήταν σχετικά κοντά, στη συμβολή Κεφαλληνίας και Τσαλδάρη. Με δύο αυτοκίνητα πήγαμε όλοι μαζί. Ο Ξυπόλητος και ο Σεϊρλής οδηγούσαν. Δεν ειχα ξαναπάει σε αυτήν την καφετέρια, δεν ξέρω για τους άλλους. Σταθμεύσαμε τα αμάξια στην Π. Μελά και ξεκινήσαμε να πάμε στο μαγαζί. Εκεί εγώ είδα τον ένα κατηγορούμενο που έφευγε από το μαγαζί σε αντίθετη κατεύθυνση από εμάς. Τον γνώρισα γιατί τον είχα δει λίγο καιρό πριν σε ένα βίντεο στο youtube για τη ναυπηγοεπισκευαστικη ζώνη στο Πέραμα και από ένα χαρακτηριστικό τατουάζ που έχει. Δεν ήταν βουλευτής, ήταν εργάτης και μιλούσε στο βίντεο.» Ο μάρτυρας περιέγραψε το πρόσωπο αυτό ως λίγο πιο ψηλό από τον ίδιο, με κοντά μαλλιά, γεροδεμένο, φορούσε μαύρη αμάνικη μπλούζα και είχε ένα τατουάζ μαίανδρο στο δεξί του μπράτσο. Είπε ότι δεν μιλήσανε ούτε πρόσεξε αν ο άνθρωπος αυτός τον κοίταξε.

Έπειτα μπήκαν στο μαγαζί, ήταν επτά – οχτώ άτομα και κάθονται στο τραπέζι του Παύλου, που ήταν τρεις. Είχε ήδη ξεκινήσει το β’ ημίχρονο, δεν ήταν ασφυκτικά στο μαγαζί αλλά είχε κόσμο. Ο μάρτυρας κατόπιν ανέφερε ότι στο οπτικό του πεδίο είχε τρία άτομα- ένας εκ των οποίων είναι κατηγορούμενος στην παρούσα δίκη – και οι οποίοι παρουσίαζαν νευρικότητα, κοιτούσαν επίμονα προς την πλευρά της παρέας του και ασχολούντουσαν με τα κινητά, τηλεφωνήματα και μηνύματα. Ο ένας σίγουρα φορούσε μαύρη μπλούζα, παραλλαγή και αρβύλες, είχε κοντά μαλλιά, ελαφρώς γκρίζα και λίγο μούσι. Οι άλλοι φορούσαν σκούρα ρούχα γενικά, αλλά δε θυμάται ακριβώς. Ο μάρτυρας δήλωσε ότι δεν αντάλλαξαν κουβέντες με τα τρία αυτά άτομα, ούτε έμαθε από τους άλλους αν ειπώθηκε κάτι πριν φτάσουν. Προσέθεσε εδώ ότι αυτός που φορούσε την παραλλαγή σκόνταψε πάνω στον Σεϊρλή. Λίγο πριν λήξει το παιχνίδι ξεκίνησαν να φεύγουν ένας ένας, με διαστήματα μερικών λεπτών. Λίγο μετά τη λήξη του παιχνιδιού σηκώθηκαν να φύγουν και οι ίδιοι. Εκείνη τη στιγμή ο μάρτυρας κοίταξε λίγο προς την πόρτα, όπου βγήκε να μιλήσει στο τηλέφωνο ένας από την παρέα του, ο Νίκος, και είδε τότε και άλλα άτομα να τους κοιτούν επίμονα. Μετά βγήκαν από το μαγαζι και είδαν στο σημείο όπου πάρκαραν κάποια άτομα με σκούρα ρούχα. Ήταν λίγοι στην αρχή, περίπου 7-10 άτομα και κράταγαν διάφορα πράγματα, σαν ξύλα, λοστούς, ρόπαλα, ένας δε είχε και γάντια κοκκάλινα μηχανής. Είπε ότι στάθηκαν εκεί περίπου ένα δεκάλεπτο συζητώντας τι θα κάνουν, όμως άρχισαν οι απέναντι να αυξάνονται, ερχόντουσαν 5-6 άτομα και έπειτα και άλλοι. Ήταν όλοι «δεμένοι», ψηλοί και φορούσαν μαύρα ρούχα. Είδε μεταξύ τους και αυτόν με το καπέλο που ήταν στην πόρτα όσο μιλούσε ο Νίκος στο κινητό. Τότε αποφάσισαν να φύγουν, ο Χρήστος έφυγε αμέσως με ταξί επειδή δεν αισθανόταν καλά. Η απέναντι ομάδα κατευθύνθηκε προς την Τσαλδάρη και σταμάτησαν στη γωνία Τσαλδάρη και Κεφαλληνίας. Ο όγκος της άλλης ομάδας αυξανόταν, πλέον ήταν διπλάσιοι από τους ίδιους. Ο μάρτυρας εδώ δήλωσε ότι παρέλειψε κάτι προηγουμένως, διευκρινίζονας «ένας τύπος που έλεγε ήταν αστυνομικός άλλοτε μιλούσε με τους απέναντι άλλοτε μ’ εμάς κι έλεγε θα φύγουν τα παιδιά από εκεί κι εσείς από εδώ για να μη γίνει τίποτα. Πήγαμε προς την Τσαλδάρη και είδα ότι ο όγκος αυτός ερχόταν προς τα εμάς, όμως σε απόσταση. Εκεί στην Τσαλδάρη είδα και δύο μηχανές ΔΙΑΣ που μπήκαν στην Κεφαλληνίας. Σταμάτησαν στη μέση του στενού και κατέβηκαν από τις μηχανές. Από την άλλη μεριά είδα κάτι σαν κομβόι μηχανών και δύο αυτοκινήτων. Τα μηχανάκια, περίπου επτά – οχτώ ήταν, σταμάτησαν εκεί που ήταν οι αστυνομικοί της ΔΙΑΣ. Σίγουρα κατάλαβα ότι αυτοί στις μηχανές δεν ήταν αστυνομικοί, ήταν κοντοκουρεμένοι, ογκώδεις, «δεμένοι». Εκείνη την ώρα κατέβηκαν από τις μηχανές και ενώθηκαν με τον όγκο των άλλων. Τα αυτοκίνητα ήταν δύο αλλά δεν είδα ακριβώς πού σταμάτησαν. Το ένα αυτοκίνητο ήταν ασημί σίγουρα, το άλλο δε θυμάμαι, ούτε τους επιβαίνοντες.

Σε σχετική ερώτηση της Προέδρου, ο μάρτυρας απάντησε ότι του δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι μια ομάδα συγκροτείται άμεσα για κάποιο λόγο, για μια επίθεση και εν τέλει αυτό έγινε. Ένας όγκος ανθρώπων με ρόπαλα και ξύλα είναι κάτι απειλητικό. Ενώθηκαν και φώναζαν. Όταν προσπάθησαν να περάσουν απέναντι, η ομάδα αυτή τους ακολούθησε φωνάζοντας «ελάτε εδώ ρε κότες, θα σας σφάξουμε, θα σας γαμήσουμε, θα πεθάνετε και διάφορα τέτοια». Ο μάρτυρας ξεκίνησε τότε να τρέχει γιατί φοβήθηκε, ήταν πια περίπου 35-40 άτομα οι άλλοι. Δήλωσε ότι έγιναν όλα πολύ γρήγορα για να προλάβουν να συνεννοηθούν, ο ίδιος έτρεξε μαζί με το Νίκο, τον Ξυπόλητο και τον Σεϊρλή, έστριψαν στο πρώτο στενό, ανέβηκαν άλλα δύο και μπήκαν σε πυλωτές. Δεν είχε την εικόνα όσων έμειναν πίσω, όλα έγιναν γρήγορα. Κάποιος από αυτούς κάλεσε την αστυνομία κι έφτασαν δυο μηχανές της ΔΙΑΣ (όχι οι ήδη παρούσες). Εκεί άκουσαν στον ασύρματο ότι υπάρχει μαχαιρωμένος άντρας και έφτασαν και περιπολικά.

Σε σχετικές ερωτήσης της Προέδρου στο σημείο αυτό, ο μάρτυρας απάντησε ότι οι αστυνομικοί της ΔΙΑΣ δεν επενέβησαν ούτε έκαναν κάτι στο σημείο που είχε ενωθεί η ομάδα των άλλων με το κομβόι. Ακόμη, ότι δε θυμάται φυσιογνωμίες ή χαρακτηριστικά άλλων προσώπων, πέραν αυτών που περιέγραψε καθώς κι έναν κοντό παχουλό άντρα, στο σημείο που ερχόντουσαν προς το μέρος τους στην Τσαλδάρη. Συνεχίζοντας στο σημείο της άφιξης του περιπολικού ο μάρτυρας περιέγραψε «μας έβαλαν χειροπέδες, μας πήγαν στο τμήμα Κερατσινίου, στην αρχή μας έγδυσαν από πάνω μέχρι κάτω, γνωρίζοντας ότι εμείς καλέσαμε την αστυνομία, μας έβαλαν σε ένα δωμάτιο με φάτσα στη Λαμπράκη. Μέσα ήταν ένας που νομίζαμε αρχικά ότι ήταν αστυνομικός, κάποιοι του ζητούσαν άδεια για να κάτσουν. Ήταν ήρεμος, κάπνιζε, έπαιζε με το κινητό του. Μάθαμε τότε ότι ήταν μαχαιρωμένος ο Παύλος. Αυτός ο τύπος που ήταν μέσα μας έλεγε -τι έγινε ρε παιδιά, του λέμε κάτι χρυσαυγίτες μας την πέσανε και μας ρωτούσε –γιατί, είστε πολιτικοποιημένοι; ήρθαν αστυνομικοί τότε στο δωμάτιο, μας ρωτούσαν για το γεγονός, είπαμε ότι κάποιοι φορούσαν αρβύλες. Αυτός ο τύπος έκανε τότε πλάκα -κι εγώ φοράω αρβύλες, δεν πιστεύω να με περνάτε για ύποπτο; Είχε το κινητό στα χέρια του. Μετά μάθαμε ότι είναι ο Ρουπακιάς. Έπειτα μιλήσαμε με τους άλλους στο τηλέφωνο και μάθαμε ότι ο Παύλος πέθανε. Όταν σήκωσα το βλέμμα ο τύπος αυτός είχε φύγει.» Ο μάρτυρας δήλωσε ότι ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τον άνθρωπο αυτό καθόλη τη διάρκεια της βραδιάς εκείνης.

Έπειτα η Πρόεδρος ζήτησε από τους κατηγορούμενους να σηκωθούν όρθιοι και από τον μάρτυρα να τους κοιτάξει καλά και να δηλώσει αν αναγνωρίζει κάποιους από τη βραδιά εκείνη. Οι κατηγορούμενοι σηκώθηκαν ενώ οι συνήγοροι υπεράσπισης διαμαρτυρήθηκαν για τον τρόπο διενέργειας της διαδικασίας αναγνώρισης. Η Πρόεδρος συνεχίζει και ρωτά τον μάρτυρα αν αναγνωρίζει κάποιον, ενώ ζητά από τους κατηγορούμενους να απομακρυνθούν μεταξύ τους για να φαίνονται καλύτερα καθώς και να αλλάξουν θέση μεταξύ τους. Ο Μαντάς δηλώνει ότι ο Μιχάλαρος είναι ο άνθρωπος που έβγαινε από το μαγαζί όταν αυτοί έμπαιναν, δηλαδή αυτός με το τατουάζ που είχε παλαιότερα δει στο βίντεο για τη Ζώνη Περάματος. Ο Μιχάλαρος προσέρχεται κοντά στο μάρτυρα, όπως του ζητά η Πρόεδρος, και ο Ν. Μαντάς απαντά ότι είναι σίγουρος ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Ο Μαντάς υποδεικνύει και δεύτερο πρόσωπο, λέγοντας «ο κύριος με το κοστούμι (Άγγος) ήταν μέσα στο μαγαζί, ο ένας από τους τρεις απέναντι, είχε πιο κοντά μαλλιά, ήταν αυτός που σκόνταψε στο Σεϊρλή και αντάλλαξαν συγγνώμη.» Ο Άγγος πλησιάζει το μάρτυρα και ο τελευταίος δηλώνει «ναι, είμαι σίγουρος, είναι αυτός που έπαιρνε τηλέφωνα, ήταν αυτός με την παραλλαγή και τις αρβύλες.» Ο μάρτυρας επιβεβαιώνει ότι δεν αναγνωρίζει κάποιον άλλο κατηγορούμενο. Προσθέτει, στο τέλος, ότι αναγνωρίζει και τον Ρουπακιά, ως το πρόσωπο που είδε πρώτη φορά στο Α.Τ. Κερατσινίου.

Μετά τη διαδικασία αναγνώρισης, ο μάρτυρας, σε σχετικές ερωτήσεις, απάντησε ότι είχε γενικά διαφορές με μέλη της ΧΑ λόγω της μουσικής, αλλά όχι προσωπικές. Επίσης, ότι εκείνη τη μέρα ήταν παρών σε αντιφασιστική πορεία για το χτύπημα στο ΠΑΜΕ μαζί με τον Ξυπόλητο. Για το συγκεκριμένο χτύπημα ήταν ενήμερος από το διαδίκτυο, την τηλεόραση και μέσα από τα σωματεία.

Σε ερωτήσεις της Εισαγγελέα σχετικά με προηγούμενες καταθέσεις του, ο μάρτυρας είπε ότι δε γνωρίζει αν έγινε κάποιο λεκτικό επεισόδιο πριν φτάσουν στο Κοράλι, αυτός είδε μόνο κινητικότητα στα κινητά και επίμονα βλέμματα. Είπε ακόμη, ότι δεν διέκρινε καθαρά πρόσωπα όταν βγήκαν από το Κοράλι και είδαν την ομάδα συγκεντρωμένη πάνω απο τα αυτοκίνητά τους, αλλά θυμάται ότι κρατούσαν τα αντικείμενα που ανέφερε και προηγουμένως. Προσέθεσε «το πρώτο βράδυ ήμασταν άυπνοι και χάσαμε το φίλο μας. Στις άλλες καταθέσεις είπα ότι κρατούσαν πράγματα που φαινόντουσαν σαν ξύλα, σα ρόπαλα». Είπε ακόμη ότι η ομάδα αυτή ήταν συγκεντρωμένη σαν μπουλούκι, ο ίδιος δε δεν άκουσε κάποιον να δίνει εντολές ή προστάγματα. Σε ερώτηση συνέδρου ο μάρτυρας απάντησε ότι ο Ρουπακιάς δεν ήταν χτυπημένος.
Σε ερώτηση της Β. Κουγιάτσου (πολ. αγωγή για Φύσσα), ο μάρτυρας είπε ότι οι αστυνομικοί της ΔΙΑΣ που έφτασαν πρώτοι στο σημείο μίλαγαν με τους χρυσαυγίτες. Σχετικά με τη δράση της ΧΑ, δήλωσε ότι κάνουν επιθέσεις σε μετανάστες, αναρχικούς, κομμουνιστές και συσσίτια μόνο για Έλληνες. Επίσης, κάνουν μοτοπορείες, προφανώς για επίδειξη δύναμης. Δήλωσε ότι ενδεχομένως ο Π. Φύσσας να ήταν πολιτικοποιημένος επειδή έκανε μουσική, ήταν γνωστός γενικά, διαφωνούσε με το φασισμό, έκανε δράσεις για άστεγους, συναυλίες για ιατρικά έξοδα. Σε σχετική ερώτηση της συνηγόρου Χριστοδούλου (πολιτική αγωγή για Φύσσα) δήλωσε ότι έχει δεχτεί και ο ίδιος επίθεση, κατά την πρώτη δικάσιμο στις 20 Απριλίου 2015. Είπε συγκεκριμένα «στην πλατεία λίγο πιο πάνω, ερχόμασταν με τον Ξυπόλητο, τον αδερφό μου τον πατέρα μου και μια φίλη. Μας περικύκλωσε μια ομάδα που βγήκε από τη συγκέντρωση της ΧΑ, 10- 15 άτομα, μας ρώτησαν που πάμε, είπα στα δικαστήρια είμαστε μάρτυρες, μας ρώτησαν μάρτυρες πού, λέω στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Ήταν πολλοί και φοβήθηκα. Μόλις είπα αυτό άρχισαν να μας χτυπούν, εμένα, το Μιχάλη τον πατέρα μου. Μπουνιές, κλωτσιές στο πρόσωπο. Το βράδυ πήγα στο Κρατικό κι έκανα ακτινογραφία. Είχα σκισίματα και μελανιές, όχι κάτι σοβαρό. Έχω και τα χαρτιά.» Σε ερωτήσεις της Παπαδοπούλου (πολ. αγωγή για Φύσσα) ο μάρτυρας απάντησε ότι κατάλαβε πού ανήκουν πολιτικά οι τρεις αυτοί άνθρωποι μόλις μπήκε στο Κοράλι και πιθανολογεί ότι το ίδιο κατάλαβαν και αυτοί για την παρέα του Φύσσα, από τα ρούχα και τα μαλλιά τους. Το δε πλήθος ατόμων έξω από το Κοράλι ήταν επίσης ομοιόμορφα ντυμένο. Ο Μαντάς δηλώνει ότι μέσω της μουσικής και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης εκφράζει την αντίθεσή του στη ΧΑ. Επίσης, ότι από το διαδίκτυο κατόπιν πληροφορήθηκε ότι ο Πατέλης, πυρηνάρχης Νίκαιας έστειλε μήνυμα σε όλους να μαζευτούν στην Τοπική. Τον είχε δει και παλαιότερα σε βίντεο στο διαδίκτυο να λέει «όλα τα σφάζουμε, όλα τα μαχαιρώνουμε», δηλαδή αν δοθεί εντολή δεν μένει τίποτα όρθιο, δεν είμαστε αυτόνομοι, είμαστε ΧΑ. Ο μάρυρας ρωτήθηκε αν ξέρει τη θέση της ΧΑ αμέσως μετά τη δολοφονία και είπε ότι αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με την επίθεση και τον δολοφόνο, αλλά αργότερα ο Μιχαλολιάκος ανέλαβε την πολιτική ευθύνη. Σε ερωτήσεις της συνηγόρου πολ. αγωγής Τομπατζόγλου, ο μάρτυρας απάντησε ότι η παρουσία των ΔΙΑΣ εκεί δεν τον έκανε να αισθάνεται ασφαλής, βλέποντάς τους να μιλούν με την άλλη ομάδα. Είπε ακόμα ότι στο Α.Τ. Κερατσινίου πριν «τους πάρουν στοιχεία» τους διέταξαν να βγάλουν τα ρούχα τους. Σε ερώτηση του Τζέλλη (πολ. αγωγή για Φύσσα) απάντησε ότι φοβήθηκε πολύ βλέποντας 40 γεροδεμένα άτομα να έρχονται κατά πάνω του. Επίσης, δεν είδε κάποια επέμβαση των αστυνομικών όσο διήρκησε η επίθεση.

Ο Τ. Ζώτος (πολ. αγωγή για Αιγυπτίους ψαράδες) επιδεικνύει στο μάρτυρα φωτογραφία από τα αναγνωστέα, πρόκειται για μία σκηνή από βίντεο, ενώ οι συνήγοροι υπεράσπισης διαμρτύρονται φωνάζοντας “όταν έρθει η ώρα των αναγωνστέων”. Ο Μαντάς απαντά ότι αναγνωρίζει στην εικόνα τον Μιχάλαρο. Ο Θ. Καμπαγιάννης (πολ. αγωγή για Αιγυπτίους ψαράδες) επιδεικνύει φωτογραφία στο μάρτυρα και ερωτά σχετικά με το πρόσωπο με το τατουάζ που αναφέρθηκε προηγουμένως, λαμβάνοντας την αντίδραση του συνηγόρου Τσάγκα. Η Πρόεδρος επιτρέπει την ερώτηση μετά από διευκρίνιση του Θ. Καμπαγιάννη «με ενδιαφέρει το πρόσωπο με το τατουάζ, γιατί θέλω να ρωτήσω για το εικονιζόμενο τάγμα εφόδου». Ο Μαντάς απαντά «ναι, αυτό είναι το τατουάζ».

Από την πολιτική αγωγή για το ΠΑΜΕ, ο Αντανασιώτης ερωτά τον μάρτυρα για το τι γνωρίζει για την επίθεση στο ΠΑΜΕ και αν υπάρχουν κοινά στις δύο επιθέσεις (ΠΑΜΕ- Φύσσα). Ο Μαντάς απαντά «έρχονται σαν ομάδα, χτυπούν και φεύγουν σαν ομάδα». Από τους συνηγόρους υπεράσπισης ακούγεται εδώ δυνατά η λέξη «Blitzkrieg». Η κα Ζαφειρίου ερωτά σχετικά για το βίντεο με τον Μιχάλαρο στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη, λαμβάνοντας την απάντηση ότι δήλωσε αυτός περήφανος χρυσαυγίτης και εμφανίζεται μαζί με τους βουλευτές Λαγό και Παναγιώταρο.
Καθόλη τη διάρκεια της κατάθεσής του, ο μάρτυρας διαμαρτύρεται –τουλάχιστον πέντε φορές- ότι δέχεται συνεχώς ειρωνικά σχόλια και απειλές από την πλευρά της υπεράσπισης και των κατηγορουμένων. Επί τούτου, και αντί ερώτησης, ο συνήγορος Θεοδωρόπουλος δηλώνει «θέλω να εκφράσω διαμαρτυρία ότι αυτά που γίνονται από εκείνη την πλευρά είναι σημαντικά και χρήζουν προστασίας». Η πρόεδρος, στις διαμαρτυρίες του μάρτυρα, ενίοτε έκανε συστάσεις προς τις δύο πλευρές και του ζητούσε να είναι συγκεντρωμένος στην κατάθεσή του.

Από την πλευρά της υπεράσπισης, η συνήγορος Μάρκου (για Άγγο) αναρωτιόταν πώς η ένδυση κάποιου συνδέεται με τις πολιτικές πεποιθήσεις, προσθέτοντας «κι εγώ και ο σύζυγός μου φοράμε άρβυλα και παραλλαγές». Ο Οπλαντζάκης (για Καζαντζόγλου) έθεσε ερωτήσεις σχετικά με τα κοινά ενδιαφέροντα των μελών της παρέας Φύσσα, αν ήταν η μουσική ή το ποδόσφαιρο, λαμβάνοντας θετική απάντηση και για τα δύο. Δείχοντας στο μάρτυρα φωτογραφία από το εσωτερικό του μαγαζιού Κοράλι, έθεσε ερωτήσεις για την χωροθέτηση των παρισταμένων καθώς και για το μετέπειτα περιστατικό στο δρόμο, με τη χρήση χάρτη. Από τον ίδιο συνήγορο αμφισβητήθηκε η αναφορά του μάρτυρα σε οπλισμό κατά τις προηγούμενες καταθέσεις του, ωστόσο η πρόεδρος παρενέβη λέγοντας «δείτε την προηγούμενη σελίδα», όπου ο Μαντάς ανέφερε ότι είδε «γάντια και ξύλα» στην κατάθεσή του στην ανακρίτρια στις 19.3.2014. Στην ερώτηση «τι σας έσπρωξε να τρέξετε;» ο μάρτυρας απάντησε «το ένστικτο της επιβίωσης, ήρθαν κατά πάνω μας με γρήγορο βήμα, βρίζοντας και απειλώντας». Επίσης, ο ίδιος συνήγορος έθεσε ερωτήσεις σχετικά με το περιεχόμενο των τραγουδιών του Φύσσα, αμφισβητώντας τον αντιφασιστικό ή τον εναντίον της ΧΑ χαρακτήρα τους. Η συνήγορος Βελέντζα (για Καζαντζόγλου, Καλαρίτη) συνέχισε με σχετικές ερωτήσεις για τα τραγούδια του Φύσσα, τις οποίες τελικά δεν επέτρεψε η Πρόεδρος. Επίσης, ρώτησε σχετικά με το περιεχόμενο της συνομιλίας των φίλων τόσο μέσα όσο και έξω από το Κοράλι.
Ο Τσάγκας (για Μιχάλαρο) δείχνει στο μάρτυρα φωτογραφίες, διευκρινίζει ότι δεν είναι από τη δικογραφία και ερωτά αν αναγνωρίζει τους εικονιζόμενους. Αναγνωρίζει κάποιους από τους φίλους του, μερικοί από τους παρόντες εκείνη τη μέρα, όπως ο Χατζηευστρατίου, ο Φύσσας, η Ελένη και δηλώνει ότι δε θυμάται επίθετα. Κατόπιν τον ερωτά σχετικά με τη σχέση του Χατζηευστρατίου με τον Φύσσα καθώς και για τους λόγους που ενώθηκαν οι δύο παρέες στο Κοράλι.
Ο Γκαβέλας (για Πατέλη) ρώτησε τον μάρτυρα πώς κατάλαβε ότι πρόκειται για χρυσαυγίτες αφού δεν τους κοιτούσε επίμονα, για να λάβει την απάντηση «ήταν στο οπτικό μου πεδίο». Ο Γκαβέλας αντέδρασε «δεν είναι ενοχλητικό και αδιάκριτο να κοιτάτε έτσι;» Ο Ρουμπέκας (για Ρουπακιά) έθεσε ερωτήσεις σχετικές με τη συνδικαλιστική δράση του μάρτυρα, για την ποιότητα της όρασής του καθώς και για το γεγονός ότι σηκώθηκαν 7-8 άτομα για να ενωθούν με άλλα τρία, ενώ θα φαινόταν λογικό –όπως προσέθεσε- να γίνει το αντίθετο. Επίσης, ρώτησε αν ο ίδιος και ο Φύσσας είχαν το βράδυ εκείνο καταναλώσει αλκοόλ.

Ο Μάμμης (για Ν. Τσόρβα) ρώτησε αν ο Παύλος γενικότερα δεχόταν απειλές, ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν ήξερε κάτι ο ίδιος προσωπικά. Ερωτήθη ακόμη ποια είναι η διαδικασία για να συμμετέχει κανείς σε αντιφασιστική διαδήλωση καθώς και αν υπάρχουν σε αυτές άτομα που κρατάνε κοντάρια, μαυροκόκκινες σημαιες, κοκκάλινα γάντια και κράνη. Ο μάρτυρας απάντησε αρνητικά για τα δύο τελευταία.

Μετά την ολοκλήρωση και των ερωτήσεων των συνηγόρων υπεράσπισης, έχουμε διακοπή της συνεδρίασης για τη Δευτέρα 27/6/2016 και ώρα 9 π.μ. στην αίθουσα τελετών του Εφετείου Αθηνών.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΙΣ

Search
ΑΡΧΕΙΟ