ΗΜΕΡΑ 166: “Η ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΜΕ ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟ Ή ΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟ

166η Συνεδρίαση, Αίθουσα Τελετών Εφετείου Αθηνών, 28.6.2017

 

Ι. Πρόσβαση στο δικαστήριο

Εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα πρόσβασης και παρακολούθησης της δίκης, με επίδειξη και παρακράτηση της αστυνομικής ταυτότητας, μέχρι τη συμπλήρωση των θέσεων του κοινού στην αίθουσα του ακροατηρίου. Υπήρχε μικρή παρουσία δημοσιογράφων και κοινού.

 

ΙΙ. Παρουσία των κατηγορουμένων

Αυτοπροσώπως παρών κατά τη διαδικασία δεν ήταν κανένας κατηγορούμενος.

 

III. Συνέχιση της κατάθεσης της μάρτυρα Μαρίας Κουβέλη

Α. Εξέταση από τους συνηγόρους υπεράσπισης

Η μάρτυρας ερωτήθηκε κατά σειρά από τους συνηγόρους υπεράσπισης Τσάγκα, Ζωγράφο, Αγγελέτο, Μιχαλόλια (Ν.), Ρουσσόπουλο, Μαμμή, Μιχαλόλια (Γ.), Σταυριανάκη, Οπλατζάκη και Αλεξιάδη.

Η μάρτυρας διευκρίνισε ότι συμμετείχε στο Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας [εφεξής: Δίκτυο] μέχρι το 2014, οπότε και παρακολουθούσε συστηματικά τις ενέργειές του. Το Δίκτυο δημιουργήθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ και την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και συμμετέχουν σε αυτό διάφορες ΜΚΟ. Η μάρτυρας εξήγησε ότι η καταγραφή των περιστατικών ρατσιστικής βίας γίνεται επώνυμα και τα σχετικά στοιχεία υπάρχουν στο αρχείο του Δικτύου, ωστόσο δεν δημοσιοποιούνται για την προστασία των θυμάτων. Το Δίκτυο δεν ασχολείται με την καταγραφή της ενδοοικογενειακής ή της σεξιστικής βίας, αλλά μόνο της ρατσιστικής. Πρόκειται δε για δίκτυο καταγραφής και όχι για διωκτική ή ανακριτική αρχή.

Ερωτηθείσα σχετικά, η μάρτυρας κατέθεσε ότι δεν μπορεί να περιγράψει ένα προς ένα τα 154 περιστατικά βίας που αναφέρονται στην έκθεση του Δικτύου για το έτος 2012. Σημείωσε όμως ότι θα μπορούσε, αν είχε στη διάθεσή της το αρχείο του Δικτύου. Περαιτέρω η μάρτυρας κατέθεσε ότι από συστάσεως του Δικτύου μέχρι το Νοέμβριο 2013, επί 349 περιστατικών, η Χ.Α. φαίνεται να εμπλέκεται σε 57.

Ερωτηθείσα αν το Δίκτυο θα κατέγραφε και Έλληνες – θύματα ρατσιστικής βίας, η μάρτυρας ανέφερε ότι δεν απαγορεύεται κάτι τέτοιο, ωστόσο –εξ όσων γνωρίζει– δεν έχουν υποπέσει στην αντίληψή της ρατσιστικές επιθέσεις κατά Ελλήνων στην Ελλάδα, αλλά μόνο στο εξωτερικό, όπου υπάρχουν αντίστοιχες ομάδες όπως εδώ η Χ.Α.

 

Η μάρτυρας εξήγησε ότι στο Συμβούλιο Ένταξης Μεταναστών [εφεξής: Συμβούλιο] του Δήμου Αθηναίων συμμετέχουν οργανώσεις αλλοδαπών, ως προς τις οποίες γίνεται έλεγχος τυπικότητας και όχι σκοπιμότητας: είναι, δηλαδή, αναγνωρισμένες από το Πρωτοδικείο και έχουν καταστατικό. Το αντικείμενο του Συμβουλίου είναι συγκεκριμένο: προωθεί την ένταξη των μεταναστών. Σημείωσε δε ότι η συμμετοχή των μεταναστών στο Συμβούλιο είναι αντιπροσωπευτική και ότι δε θα ζητούσε ποτέ από συμμετέχοντα σε αυτό πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης, ούτε θα ήλεγχε τις πολιτικές πεποιθήσεις του.

Όπως η ίδια κατέθεσε, η ύπαρξη των Συμβουλίων συνιστά υποχρέωση εκ του «καλλικρατικού» νόμου για τους δήμους. Στα τέσσερα χρόνια που ασχολήθηκε με αυτό, δεν απευθύνθηκε σε αυτό καμία ομάδα κατοίκων φερόμενη κατά ατόμων που βρίσκονταν νόμιμα στη χώρα. Εκ του νόμου, μέλη του Συμβουλίου είναι νόμιμοι εκπρόσωποι αλλοδαπών, όχι όμως Έλληνες πολίτες, καθώς αυτοί ψηφίζουν και εκπροσωπούνται στο δημοτικό συμβούλιο. Τα Συμβούλια προβλέφθηκαν ακριβώς γιατί οι αλλοδαποί μόνιμοι κάτοικοι δεν μπορούσαν να απευθυνθούν κάπου για τα θέματα που τους αφορούν. Μπορεί δε και κάθε Έλληνας πολίτης να απευθυνθεί σε αυτά και να εκφράσει τις απόψεις του.

Ερωτηθείσα αν υπάρχει δίκτυο καταγραφής της φτώχειας στον Δήμο Αθηναίων, η μάρτυρας κατέθεσε ότι δεν υπάρχει τέτοιο δίκτυο, αλλά ο Κόμβος Αλληλοβοήθειας. Εξήγησε δε ότι η δημοτική αρχή έχει πολλές δομές και ότι έχουν ληφθεί πολλά μέτρα για να ανακουφιστεί ο πληθυσμός της πόλης με όρους όχι μισαλλόδοξους. Οι υπηρεσίες αυτές στελεχώνονται από υπαλλήλους του Δήμου και λειτουργούν βάσει των αποφάσεων του δημοτικού συμβουλίου, στο οποίο συμμετέχει με δικαίωμα ψήφου και ο εκπρόσωπος της Χ.Α. Ανέφερε δε ότι τα «συσσίτια για Έλληνες» είναι ρατσιστικά, γιατί διαχωρίζουν και αποκλείουν μέρος του πληθυσμού. Στις αντίστοιχες δομές του Δήμου τα κριτήρια των δικαιούχων είναι ανθρωπιστικά και οικονομικά.

Η μάρτυρας αναφέρθηκε και σε ψήφισμα του Δήμου Αθηναίων σχετικά με τη ρατσιστική βία, το οποίο κοινοποιήθηκε στην Αστυνομία. Όπως επισήμανε, «όλες οι ενέργειες μέχρι τότε γινόντουσαν στο σκοτάδι, τότε το 2011 άρχισαν να αναδεικνύονται». Και ανέφερε ότι από τη στιγμή που γινόταν καταγραφή στο Δίκτυο, η ίδια δεν είχε κανένα στοιχείο για να αμφισβητήσει το περιστατικό ρατσιστικής βίας. Ερωτηθείσα αν καταθέτοντας στην ανακρίτρια κατέθεσε τόσο ατομικά όσο και ως δημοτική σύμβουλος, απάντησε ότι κατέθεσε υπό την ιδιότητά της ως δημοτικής συμβούλου και ως προέδρου του Συμβουλίου, όχι όμως και ως δικηγόρου.

Η ίδια η μάρτυρας δεν έχει υπάρξει μάρτυρας περιστατικού ρατσιστικής βίας. Επανεπισήμανε δε ότι κριτήριο για να κριθεί ένα περιστατικό ρατσιστικό είναι η βία να ασκείται κατά τρόπο απρόκλητο και με κριτήριο τη διαφορετικότητα του θύματος. Βάσει των υφιστάμενων δεδομένων, μετά το 2013 μειώθηκαν τα περιστατικά βίας. Πολλά δε καταγγελλόμενα στο Δίκτυο περιστατικά δεν ακολουθούσαν τη δικαστική οδό, λόγω του φόβου των θυμάτων που δεν βρίσκονταν νόμιμα στη χώρα.

Σύμφωνα με τη μάρτυρα, ο πολίτης, όταν προσβάλλεται, έχει διάφορους τρόπους να αντιδράσει, ενώ η ίδια ως θύμα θα επέλεγε να προσφύγει στις διωκτικές αρχές, θεωρώντας ότι «η βελτίωση συνθηκών της ζωής μας δεν μπορεί να γίνει με αγανακτισμένο ή φασιστικό λόγο». Κατά την ίδια δε, στην προκείμενη δίκη δεν δικάζεται μια ιδεολογία αλλά αξιόποινες πράξεις.

 

IV. Κατάθεση του μάρτυρα Ιωάννη Λιάκου

Α. Εξέταση από το Δικαστήριο

Ο μάρτυρας είναι φωτορεπόρτερ-δημοσιογράφος. Στισ 4 Ιουλίου 2014 βρισκόταν έξω από το Εφετείο Αθηνών μαζί με άλλους δημοσιογράφους, για να καλύψει τη μεταγωγή των Μιχαλολιάκου και Λαγού από τον Κορυδαλλό στο Εφετείο. Καθώς βρισκόταν στον εξωτερικό χώρο του Εφετείου, ακούστηκαν χειροβομβίδες κρότου-λάμψης από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Μετακινήθηκε με κάποιους συναδέλφους του στην οδό Κυρίλλου Λουκάρεως, όπου γίνονταν επεισόδια μεταξύ αστυνομικών και μελών της Χ.Α. Επρόκειτο για περίπου 200 άτομα, που κρατούσαν τα λάβαρα της Χ.Α. και πετούσαν διάφορα αντικείμενα. Οι αστυνομικοί προσπαθούσαν να τους απωθήσουν με τη χρήση γκλομπς και τη ρίψη χειροβομβίδων κρότου-λάμψης.

Ο ίδιος μαζί με δυο συναδέλφους από το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, τη Συμέλα Παντζαρτζή και τη Λουίζα Γκουλιαμάκη, πλησίασε τους συγκεντρωμένους. Δυο λεπτά αφότου άρχισαν να φωτογραφίζουν τα επεισόδια εμφανίστηκαν 7-10 άτομα εκ των συγκεντρωμένων, με ομοιόμορφη αμφίεση και ένας-δυο πιθανόν έφεραν και το διακριτικό της Χ.Α. Αυτοί αρχικά τους φώναζαν το σύνθημα «αλήτες-ρουφιάνοι-δημοσιογράφοι». Στη συνέχεια, προσπάθησαν να καταστρέψουν τη φωτογραφική μηχανή της Παντζαρτζή. Δεν τα κατάφεραν επειδή ήταν περασμένη από λουρί και, αφού τους έσπρωξαν, χειροδίκησαν κατά της Παντζαρτζή και της Γκουλιαμάκη. Συγκεκριμένα, την Παντζαρτζή τη χτύπησαν με μια κλωτσιά στη λεκάνη και τη Γκουλιαμάκη με μια γροθιά στο πίσω μέρος του κεφαλιού της.

Ο μάρτυρας θεωρεί ότι ήταν δυο τα άτομα (εκ των παραπάνω 7-10) που επιτέθηκαν στις συναδέλφους του. Κατά τούτο διαφοροποιήθηκε από την ανακριτική κατάθεσή του. Ο ένας από αυτούς, που χτύπησε την Παντζαρτζή, ήταν περίπου 45 ετών, με ύψος περίπου 1.90, φορούσε μαύρο μπλουζάκι με διακριτικό της Χ.Α. και δεν είχε ξυρισμένο κεφάλι.

Οι αστυνομικοί βρίσκονταν ένα μέτρο πιο πέρα και μπορούσαν να αντιληφθούν την εν λόγω επίθεση, ωστόσο αδιαφορήσαν. Ο μάρτυρας με έναν-δυο συναδέλφους μετέφεραν τις Παντζαρτζή-Γκουλιαμάκη λίγο πιο πέρα για να συνέλθουν. Μετά από λίγο η Παντζαρτζή ζήτησε τη συνδρομή του διοικητή της αστυνομικής δύναμης και του ζήτησε το λόγο για τον οποίο οι αστυνομικοί δεν επενέβησαν.

Σύμφωνα με το μάρτυρα, οι επιτιθέμενοι δεν το είπαν ρητά, αλλά ο ίδιος εκτιμά ότι δεν ήθελαν να τραβούν οι φωτορεπόρτερς πλάνα από τη συμπλοκή τους με την αστυνομία – ενδεχομένως και λόγω του αξιόποινου των πράξεών τους. Κατά τον ίδιο, τα επεισόδια οφείλονταν στο ότι οι συγκεντρωμένοι ήθελαν να πλησιάσουν την κλούβα της μεταγωγής του Μιχαλολιάκου. Η αστυνομία τους απώθησε με σκοπό να είναι ελεύθερος ο δρόμος και να μπορέσει να πλησιάσει η κλούβα στο Εφετείο. Γενικά τα πρόσωπα των συγκεντρωμένων ήταν εμφανέστατα, δε φορούσαν κράνη ή κουκούλες και υπήρχαν και γυναίκες μεταξύ αυτών. Ο μάρτυρας διέκρινε μεταξύ των συγκεντρωμένων τους Μίχο και Παναγιώταρο, ωστόσο δεν τους είδε να έχουν συγκεκριμένο ρόλο ή να δίνουν εντολές. Ο ίδιος δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας κατά την επίθεση στον συνάδελφό του Ιωάννη Κέμμο.

Ο μάρτυρας εκτίμησε ότι από τύχη δεν ήταν και ο ίδιος θύμα της επίθεσης, ενώ ήταν κατηγορηματικός ότι οι δυο συνάδελφοί του δεν προκάλεσαν τους συγκεντρωμένους. Δεν έχει δε ξαναπαραστεί σε αντίστοιχα επεισόδια, στα οποία να επιτίθενται οι συγκεντρωμένοι σε δημοσιογράφους.

 

Β. Εξέταση του μάρτυρα από τους συνηγόρους πολιτικής αγωγής

Ο μάρτυρας εξετάστηκε κατά σειρά από τους συνηγόρους πολιτικής αγωγής Καμπαγιάννη, Σκαρμέα και Βρεττό.

Ο μάρτυρας διευκρίνισε ότι ήταν ξεκάθαρο ότι οι συγκεντρωμένοι ήταν χρυσαυγίτες και όχι οπαδοί (και) άλλου κόμματος. Του έδωσαν την εντύπωση ότι δρούσαν σαν ομάδα. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι κατόπιν των επεισοδίων είδε στην τηλεόραση τον Κασιδιάρη να δηλώνει ότι δεν έγινε συμπλοκή με την αστυνομία, ότι δεν υπήρξε τραυματισμός δημοσιογράφων και ότι αυτοί που είχαν ισχυριστεί κάτι τέτοιο θα μηνύονταν. Εν τέλει, καθώς ξέρει, κάτι τέτοιο δεν έγινε.

 

Γ. Εξέταση από τους συνηγόρους υπεράσπισης

Ο μάρτυρας ερωτήθηκε κατά σειρά από τους συνηγόρους υπεράσπισης Δημητρακόπουλο, Ζωγράφο, Κοντοβαζαινίτη, Οπλατζάκη, Μιχαλόλια (Ν.), Ρουσσόπουλο και Αλεξιάδη. Σημειώνεται ότι ο συνήγορος Μιχαλόλιας (Γ.) επισήμανε στο Δικαστήριο ότι ο μάρτυρας κλήθηκε για να καταθέσει επί γεγονότων μεταγενέστερων αυτών στα οποία αφορά η ασκηθείσα ποινική δίωξη.

Ο μάρτυρας ανέφερε ότι πέραν της παραπάνω συγκέντρωσης χρυσαυγιτών, τα τελευταία 4-5 χρόνια κάλυπτε τις εκδηλώσεις της Χ.Α. για την επέτειο των Ιμίων. Σε αυτές δεν είχε παρεμποδιστεί στη λήψη πλάνων. Κατέθεσε δε ότι το σύνθημα «αλήτες-ρουφιάνοι-δημοσιογράφοι» πολύ σπάνια το έχει ακούσει σε διαδηλώσεις. Εν προκειμένω το εξέλαβε σαν απειλή που έγινε πράξη.

Ο μάρτυρας εξήγησε ότι όλα έγιναν στιγμιαία: συνολικά τα επεισόδια διήρκησαν 15 λεπτά. Αυτός και οι συνάδελφοί του πλησίασαν τον χώρο της συμπλοκής προστατεύοντας τον –πανάκριβο– εξοπλισμό τους. Διευκρίνισε ότι οι παθούσες δεν υπέβαλαν μήνυση. Ερωτηθείς πώς μπορεί να αμυνθεί κάποιος που τελεί αξιόποινες πράξεις και δεν θέλει να φωτογραφίζεται κατά την τέλεσή τους, απάντησε ότι τέτοιου είδους άμυνα συνιστά ποινικό αδίκημα. Ο μάρτυρας δε γνώριζε αν τα εν λόγω επεισόδια ήταν προσχεδιασμένα ή προέκυψαν. Κατ’ αυτόν πάντως οι συγκεντρωμένοι έδρασαν συλλογικά.

Ο μάρτυρας επέμεινε ότι η επιλογή των συναδέλφων του που χτυπήθηκαν ήταν τυχαία: Εκείνη την ημέρα δεν είχαν κατέβει όλοι οι συνάδελφοι στο σημείο της συμπλοκής, τα κανάλια είχαν μείνει στον περίβολο του Εφετείου. Οι φωτορεπόρτερ που επέλεξαν να πλησιάσουν τα επεισόδια ήταν 6-7 και το έκαναν για την καλύτερη λήψη της δουλειάς τους. Έτσι βρίσκονταν πιο κοντά και για τον λόγο αυτό κάποιοι από αυτούς δέχθηκαν επίθεση.

Στο σημείο αυτό το Δικαστήριο διέκοψε για την 30.6.2017 στην αίθουσα Γυναικείων Φυλακών Κορυδαλλού, όπου θα συνεχιστεί η διαδικασία με την εξέταση του μάρτυρα Μάριου Λώλου από το Δικαστήριο.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΙΣ

Search
ΑΡΧΕΙΟ