155η Συνεδρίαση, Αίθουσα Τελετών Εφετείου Αθηνών, 22.5.2017
Ι. Πρόσβαση στο δικαστήριο
Εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα πρόσβασης και παρακολούθησης της δίκης, με επίδειξη και παρακράτηση της αστυνομικής ταυτότητας, μέχρι τη συμπλήρωση των θέσεων του κοινού στην αίθουσα του ακροατηρίου. Υπήρχε ελάχιστη παρουσία δημοσιογράφων και κοινού.
II. Παρουσία των κατηγορουμένων
Αυτοπροσώπως παρών κατά τη διαδικασία δεν ήταν κανένας κατηγορούμενος.
III. Συνέχεια σχολιασμού καταθέσεων των μαρτύρων Χ. και Ε. Αντίοχου, Α. Μπαρμπετάκη, Χ. Φραγκομιχελάκη, Τ. Πανταγάκη, Ν. Μουρκογιάννη, Β. Μπαουστάνου, Α. Παπαζήση, Π. Τσακανίκα, Μ. Τρούλου, Σ. Μαυρίδη, Ν. Αλιβιζάτου και Φ. Ανδρεόπουλου από τους συνηγόρους υπεράσπισης
Η συνήγορος Βελέντζα προέβη εν τάχει σε συγκεκριμένες παρατηρήσεις της ως προς τις καταθέσεις των μαρτύρων Φραγκομιχελάκη, Χ. Αντίοχου, Τρούλου, Μαυρίδη και Αλιβιζάτου. Ειδικά ως προς την κατάθεση Αλιβιζάτου, τη σχολίασε με τον χαρακτηρισμό «θολούρα». Η συνήγορος ανέφερε ότι δεν κατέθεσε σχετικά με κανένα πραγματικό περιστατικό, πλην όσων έχει ακούσει από ΜΜΕ, και ότι περιορίστηκε σε κρίσεις.
Ο συνήγορος Γ. Μιχαλόλιας σχολίασε τις καταθέσεις των μαρτύρων Αντίοχου, Φραγκομιχελάκη, Πανταγάκη, Μουρκογίαννη, Παπαζήση, Τρούλου, Μαυρίδη, Αλιβιζάτου και Ανδρεόπουλου. Ειδικά ως προς το περιστατικό στο ξενοδοχείο Belvedere, ο συνήγορος θεωρεί ότι οι χρυσαυγίτες «βαφτίστηκαν τάγμα εφόδου, όταν οι απέναντι κρατούσαν κοντάρια, ξύλα και κράνη». Ως προς την επιμέρους υπόθεση στο Μεσολόγγι, ο συνήγορος ανέφερε ότι η προκείμενη δίκη «θα μείνει στην ιστορία ως η δίκη των λαϊκών αγορών», επισημαίνοντας περαιτέρω ότι δεν μπορεί οι κατηγορούμενοι αφενός να είναι μέλη εγκληματικής οργάνωσης και αφετέρου να θέλουν να υποκαταστήσουν τη νομιμότητα τελώντας αντιποίηση αρχής. Ο συνήγορος υποστήριξε ότι ο κατηγορούμενος Μίχος δε φορούσε πουκάμισο κατά τη διάρκεια των επεισοδίων στην Πάρο, όπως κατέθεσε η μάρτυρας Τρούλου, αλλά σκούρα ρούχα. Ως προς την κατάθεση Αλιβιζάτου, ο συνήγορος εστίασε στο ότι η αποδεικτική αξία της δεν προκύπτει από την ιδιότητά του, παρά εν προκειμένω προβαίνει σε κρίση περί εγκληματικής οργάνωσης, ουσιαστικά με το επιχείρημα ότι οι βουλευτές της Χ.Α. ήταν διατεθειμένοι να παραιτηθούν ώστε να προκαλέσουν εκλογές. Ως προς τη θεωρία του των τριών κύκλων, ο συνήγορος σημείωσε ότι ο Αλιβιζάτος «συγχέει το κόμμα με την εγκληματική οργάνωση».
Ο συνήγορος Ν. Μιχαλόλιας σχολίασε τις καταθέσεις Αλιβιζάτου, Τρούλου και Τσακανίκα. Συγκεκριμένα, διερωτήθηκε με τί θάρρος προσήλθε ο Αλιβιζάτος για να καταθέσει, αφού «από την εξέτασή του προέκυψε ότι οι γνώσεις του […] δεν αρκούσαν». Πρόσθεσε ότι η θεωρία του Αλιβιζάτου περί ομόκεντρων κύκλων εξυπηρετεί το «δέσιμο» της κατηγορίας με το αποδεικτικό υλικό. Εστίασε δε στο ότι εν προκειμένω αφενός απασχολεί το δικαστήριο φερόμενη δράση εγκληματικής οργάνωσης και αφετέρου προαναγγελθείσες εκδηλώσεις όπως κοπές πίτας, με αποτέλεσμα με τα όσα εισέφεραν στη διαδικασία οι μάρτυρες να έχει διακοπεί ο ποινικός σύνδεσμος.
IV. Κατάθεση του μάρτυρα Βασίλη Γεωργακόπουλου
Α. Εξέταση του μάρτυρα από το Δικαστήριο
Όπως ο μάρτυρας επισήμανε ερωτηθείς σχετικά, το 2012 ήταν αστυνομικός διευθυντής Μεσσηνίας και τώρα έχει αποστρατευθεί με τον βαθμό του υποστράτηγου. Το 2012 υπήρχε έξαρση της μικροεγκληματικότητας (κλοπές μποστανιών, αγροτικών εργαλείων κ.λπ.), ιδίως από Ρομά της περιοχής. Την εποχή εκείνη ο μάρτυρας είχε παραχωρήσει συνέντευξη στην τοπική εφημερίδα «Ελευθερία», όπως είθισται να γίνεται από αστυνομικούς διευθυντές. Είχε ρωτηθεί σχετικά με ομάδες περιφρούρησης κατοίκων, οι οποίες θα υποκαθιστούσαν την αστυνομία στο έργο της. Ο μάρτυρας είχε απαντήσει τότε ότι η περιφρούρηση ήταν έργο της αστυνομίας. Στο δικαστήριο κατέθεσε ότι δεν υπήρξαν ομάδες περιφρούρησης και ότι αν είχε γίνει κάτι τέτοιο η αστυνομία θα είχε αντιδράσει υπηρεσιακά.
Ο μάρτυρας δε γνωρίζει τον Φώτιο Μπέλλο, συνταξιούχο αστυνομικό και υποψήφιο βουλευτή της Χ.Α., ο οποίος σε δημοσίευμά του έκανε λόγο για τάγματα ασφαλείας. Ο μάρτυρας με τους συνεργάτες του δε θεώρησε σοβαρό το σχετικό κάλεσμα, ώστε να χρειαστεί να ληφθούν μέτρα. Ρώτησε σχετικά το Α.Τ. Μελιγαλά, όπου κατοικούσε ο Μπέλλος, από όπου του είπαν να μη ασχοληθεί και ότι επρόκειτο για γραφικό άτομο. Ο Μπέλλος είχε καταφερθεί απαξιωτικά κατά της αστυνομίας και του ιδίου του μάρτυρα ακόμα. Τέλος, ο μάρτυρας δεν είχε υπόψη του περιστατικά με εμπλοκή των μελών της Χ.Α. στην περιοχή όπου υπηρετούσε.
Β. Εξέταση του μάρτυρα από τους συνηγόρους πολιτικής αγωγής
Ο μάρτυρας ερωτήθηκε κατά σειρά από τους συνηγόρους πολιτικής αγωγής Σαπουντζάκη, Ζαφειρίου, Θεοδωρόπουλο, Βρεττό, Καμπαγιάννη, Σκαρμέα, Παπαδάκη, Χριστοδούλου, Παπαδοπούλου και Τομπατζόγλου.
Ερωτηθείς από τη συνήγορο Ζαφειρίου, ο μάρτυρας διευκρίνισε ότι η δράση των ταγμάτων εφόδου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «γραφική». Έκανε διαχωρισμό μεταξύ ομάδων περιφρούρησης και ταγμάτων ασφαλείας. Ερωτηθείς από το συνήγορο Θεοδωρόπουλο, ο μάρτυρας ανέφερε ότι, όπως γνωρίζει από την τηλεόραση, ο Μπέλλος είναι υπόδικος για ανθρωποκτονία, και κατ’ επεέκταση δεν τον θεωρεί γραφικό αλλά επικίνδυνο. Εκτίμησε δε ότι το κείμενο της επιστολής του Μπέλλου προς την εφημερίδα «Ελευθερία» συνιστούσε ατομική ενέργεια του τελευταίου και δεν εκπροσωπούσε την Χ.Α.
Ως προς τα γεγονότα στο Μελιγαλά την 15.9.2013, ο μάρτυρας δεν θυμόταν λεπτομέρειες και την ποινική εξέλιξη. Ανέφερε ότι είχε γίνει τότε αναφορά στον εισαγγελέα για τα περαιτέρω. Κατέθεσε ότι δεν υπήρχε αστυνομική δύναμη κατά το συμβάν στον ίδιο χώρο αλλά πιο πέρα, καθώς δεν κρίθηκε σκόπιμο να βρίσκονται αστυνομικοί στο χώρο της εκδήλωσης.
Ερωτηθείς από τον συνήγορο Καμπαγιάννη αν κάθε πρωί, στο πλαίσιο της υπηρεσίας, διάβαζε και τις εφημερίδες, ο μάρτυρας απάντησε καταφατικά. Δε θυμόταν δημοσίευμα σχετικά με καταγγελίες για έλεγχο εταιρειών που απασχολούσαν αλλοδαπούς. Απέκλεισε δε ως αυτονόητη την παρανομία της διενέργειας ελέγχου ταυτοτήτων εκ μέρους πολιτών.
Γ. Εξέταση από τους συνηγόρους υπεράσπισης
Ο μάρτυρας ερωτήθηκε κατά σειρά από τους συνηγόρους Τσάγκα, Βελέντζα, Ρουσσόπουλο, Αλεξιάδη, Μιχαλόλια (Γ.) και Παπαδέλλη.
Ο μάρτυρας κατέθεσε ότι θεωρεί ότι το κείμενο του Μπέλλου που δημοσιεύθηκε ήταν επιστολή του και όχι συνέντευξή του. Περαιτέρω θεωρεί ότι μια συντονιστική επιτροπή κατοίκων δεν ταυτίζεται με τάγμα ασφαλείας. Ο μάρτυρας διευκρίνισε ότι οι πολίτες που διαμαρτύρονταν ότι κάτι πρέπει να γίνει με την εγκληματικότητα δεν ανήκαν σε συγκεκριμένο χώρο. Ερωτηθείς από τον συνήγορο Ρουσσόπουλο αν έχει δει [στην τηλεόραση] παρέλαση ενόπλων στα Εξάρχεια και αν έχει ακούσει για «ΚΕΠ αναρχικών», απάντησε αρνητικά. Αρνητικά απάντησε ο μάρτυρας και ως προς το αν οι βουλευτές που εκλέγονται στη Μεσσηνία έχουν επικοινωνία με τους τοπικούς αστυνομικούς διευθυντές. Ο μάρτυρας κατέθεσε ότι αφότου είχε αναλάβει αστυνομικός διευθυντής στη Μεσσηνία, το 2011, υπήρχαν αγανακτισμένοι πολίτες που διαμαρτύρονταν λόγω της μικροεγκληματικότητας που προανέφερε. Διευκρίνισε δε ότι οι αστυνομικοί δεν έρχονται σε απευθείας επικοινωνία με τους βουλευτές, όταν οι τελευταίοι καταθέτουν επερώτηση στη Βουλή σχετική με τους τομείς των αρμοδιοτήτων τους, αλλά ενημερώνονται και απαντούν υπηρεσιακά.
V. Κατάθεση του μάρτυρα Κωνσταντίνου Γεωργούση
Α. Εξέταση από το Δικαστήριο
Ο μάρτυρας είναι οπερατέρ και σκηνοθέτης. Η ταινία εξ αιτίας της οποίας κλήθηκε να καταθέσει στο Δικαστήριο φέρει τίτλο “The cleaners” («Οι εκκαθαριστές»). Πρόκειται για τη διπλωματική εργασία που υπέβαλε το 2012 στην Εθνική Σχολή Κινηματογράφου της Μεγάλης Βρετανίας, όπου φοιτούσε. Ο μάρτυρας βραβεύτηκε για το 37λεπτο ντοκυμαντέρ του, το οποίο θεωρήθηκε η καλύτερη φοιτητική ταινία της χρονιάς και προβλήθηκε στην Ελλάδα και διεθνώς. Ο τεχνικός εξοπλισμός που χρησιμοποίησε ο μάρτυρας για το γύρισμα του ντοκυμαντέρ παρασχέθηκε από τη σχολή του. Η θεματική του επιλέχθηκε λόγω της επικαιρότητας του θέματος εκείνη την εποχή (2012).
Αρχικά, ο μάρτυρας είχε επισκεφθεί, με σκοπό να γυρίσει το ντοκυμαντέρ, τα κεντρικά γραφεία της Χ.Α. στην οδό Δεληγιάννη, περίπου ενάμιση μήνα πριν τις εκλογές του 2012. Μέχρι τότε δεν γνώριζε κανέναν από την Χ.Α. Τότε γνώρισε τον Παναγιώταρο και τον Λύρη. Τους παρέδωσε γραπτή κινηματογραφική πρόταση για τη λήψη ντοκυμαντέρ –δηλαδή ταινίας παρατήρησης και όχι σχολιασμού– και τους ρώτησε αν ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν. Αυτοί δεν κατάλαβαν ακριβώς και τους περιέγραψε κάποιες σκηνές, όπως π.χ. να διάβαζε ο αρχηγός τους τα ποιήματά του. Ο Παναγιώταρος εξεπλάγη από αυτή την ιδέα, του άρεσε πολύ. Ερωτηθείς για τον σκοπό του, ο μάρτυρας τους είπε ότι το κάνει στο πλαίσιο της σχολής του και ότι δεν θα υπάρχει σχολιασμός, ότι θα πρόκειται απλά για παρατήρηση. Όπως ο μάρτυρας προσέθεσε, εκείνη την περίοδο ήταν εύκολο να αποκτήσει κάποιος πρόσβαση στη Χ.Α., γιατί για πρώτη φορά στην ιστορία της έβγαινε από το περιθώριο στην κοινωνία.
Οι ανωτέρω, μετά από συζήτηση μισής ώρας, του είπαν ότι θα μετέφεραν την πρότασή του στο Μιχαλολιάκο. Αρχικά υπήρξε κάποιος ενθουσιασμός των χρυσαυγιτών, ωστόσο, λόγω της προεκλογικής περιόδου, ο μάρτυρας δεν κατόρθωσε τον σκοπό του. Μάλιστα ο ίδιος ο Μιχαλολιάκος, του είπε «καλή η ιδέα σου Κώστα αλλά άλλη φορά, τώρα έχουμε εκλογές». Η άρνηση δεν οφειλόταν σε ιδεολογικούς λόγους, απλά τα ανώτατα στελέχη της Χ.Α. δεν είχαν χρόνο. Αποδέχονταν κανονικά την παρουσία του στα γραφεία τους, μάλιστα ο Κασιδιάρης είχε πει χαριτολογώντας μια φορά που τον είχε δει «η Αγγλία να περάσει».
Έτσι ο μάρτυρας αποφάσισε να κινηθεί στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα για να βρει απλά μέλη του κόμματος, στη γειτονιά. Εντύπωση του έκανε, αρχικά, ένα τεράστιο σύνθημα στην πλατεία Αγ. Παντελεήμονα, που έγραφε «έξω οι ξένοι από την Ελλάδα». Μετά άρχισε να γνωρίζει χαρακτήρες στη γειτονιά. Είχε κάνει και κοινωνικές σπουδές, οπότε τον απασχολούσε η κοινωνική συμπεριφορά τους. Παρέμενε στην πλατεία πρωί-μεσημέρι-βράδυ για ένα μήνα ακριβώς. Γνώρισε λοιπόν τον Γ. Βάθη, ο οποίος «επέβλεπε» την πλατεία. Ο τελευταίος είχε κάποιες υπερεξουσίες, που πήγαζαν από την κομματική του σχέση με την Χ.Α., οπότε δεν τον πείραζε κανείς, υποκαθιστούσε και τα νόμιμα όργανα ακόμα. Ο μάρτυρας κατέθεσε χαρακτηριστικά ότι «[υ]πήρχε ένας συνεχής τραμπουκισμός. Εξαπέλυε ύβρεις, ιδίως σε αλλοδαπούς, που ήταν εμφανέστατα αλλοδαποί. Σε ιδεολογικούς εχθρούς, σε άτομα που τολμούσαν να αντιμιλήσουν στους δρόμους. Και δεν τολμούσαν πολλοί να αντιμιλήσουν». Ο μάρτυρας ήρθε σε επαφή με τους Βάθη, Α. Πλωμαρίτη (μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, υποψήφιο στη Β’ Αθηνών), Ι. Μπατζή (υποψήφιος στην Πάτρα) και διάφορα άλλα μέλη. Ο Βάθης υπερενθουσιάστηκε με την ιδέα του ντοκυμαντέρ.
Ο μάρτυρας εξήγησε ότι όλοι όσοι μιλούσαν στο ντοκυμαντέρ συναινούσαν απόλυτα στη λήψη πλάνων τους. Μάλιστα ο μάρτυρας περιέγραψε περιστατικό στο οποίο αστυνομικοί νόμιζαν ότι λαμβάνονται πλάνα τους και όταν πήγαν να αντιδράσουν ο Βάθης κανόνισε και αποχώρησαν. Σύμφωνα με τον μάρτυρα, γενικά υπήρχε ασυλία τους σε τραμπουκισμούς, απειλές, ύβρεις: «θεωρούσαν ότι κάνουν κουμάντο, ότι δεν θα τους ενοχλούσε κανείς, ήταν περήφανοι και μπορούσαν να μιλάνε για τους φούρνους του Άουσβιτς».
Αρχικά η Χ.Α. έκανε άνοιγμα στην ελληνική κοινωνία και θεώρησε ότι το ντοκυμανταίρ συνιστούσε ευκαιρία για «να προβάλουν τον τσαμπουκά τους στον έξω κόσμο και να γίνουν πιο ελκυστικοί σε συγκεκριμένο κοινό και να δείξουν τις ιδέες τους». Στη συνέχεια αντέδρασαν γιατί έκριναν ότι η εικόνα αυτή δεν τους ωφελούσε πια. Αντίδραση στο ντοκυμαντέρ του μάρτυρα υπήρξε σε ανώτατο επίπεδο, εκ μέρους του Μιχαλολιάκου, ο οποίος σε επαρχιακό κανάλι τον συνέδεσε με ξένα κέντρα, Εβραίους κ.λπ., και δήλωσε ότι θα υπάρξουν κυρώσεις. Έτσι ακολούθησε η υποβολή δυο μηνύσεων σε βάρος του για την κινηματογράφηση με κρυφή κάμερα, χωρίς τη συναίνεση των εικονιζόμενων μελών της Χ.Α. Οι μηνύσεις αυτές τέθηκαν στο αρχείο.
Στο σημείο αυτό το Δικαστήριο διέκοψε για την 23.5.2017 στην αίθουσα Γυναικείων Φυλακών Κορυδαλλού, όπου θα συνεχιστεί η διαδικασία με την εξέταση του μάρτυρα Κ. Γεωργούση από την πολιτική αγωγή και την υπεράσπιση.