Η δολοφονία Φύσσα έχει κάτι που έχουν οι μεγάλες ειδήσεις. Εκείνες που συνήθως θυμάσαι πού ήσουν όταν τις άκουσες. Εκείνες που συνεχίζουν για ώρες ή μέρες να δουλεύουν μέσα σου υπόγεια. Που γεννούν σκέψεις κι ερωτήσεις από το πρώτο άκουσμα.
Είναι από εκείνες τις ειδήσεις που έρχονται να επιβεβαιώσουν τους χειρότερους φόβους σου. Που με μαγικό τρόπο νιώθεις πως τις ήξερες πριν συμβούν.
Η ομαδική επίθεση και το θανατηφόρο χτύπημα με μαχαίρι στον Παύλο Φύσσα τρόμαξαν, φόβισαν, συγκλόνισαν, έθλιψαν. Ένα πράγμα δεν έκαναν. Δεν εξέπληξαν. Τουλάχιστον όχι όσους δεν είχαν επιλέξει να μην βλέπουν αυτό που ερχόταν.
«Στη χώρα λειτουργεί μια πολιτική οργάνωση στο εσωτερικό της οποίας συναρθρώνονται ομάδες με εγκληματική δράση. Η πρόκληση είναι μια και μόνη: να αποδειχθεί ότι η ΧΑ διαθέτει χαρακτηριστικά εγκληματικής οργάνωσης του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα. Πρόκειται όντως για καλά δομημένη συλλογικότητα, με στρατιωτικού τύπου ιεραρχία (την οποία επιδεικνύει τηλεοπτικά, διαδικτυακά και διά ζώσης), με διάρκεια και συμμετοχή πολύ παραπάνω των τριών προσώπων, από μέλη της οποίας συστηματικότατα όχι απλώς επιδιώκονται, αλλά αποδεδειγμένα εκτελούνται οργανωμένα και με πειθαρχία απόπειρες ανθρωποκτονίας, επικίνδυνες σωματικές βλάβες, εμπρησμοί χώρων λατρείας, φθορές ξένης ιδιοκτησίας κ.ο.κ. Μέλη της, ακόμα και υψηλόβαθμα στελέχη, έχουν καταδικαστεί αμετακλήτως για κακουργηματικές πράξεις τις οποίες τέλεσαν υπό την ιδιότητά τους ως μέλη της οργάνωσης». Αυτά γράφαμε ένα χρόνο νωρίτερα («Θεσμική αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής: Σαν συνδικάτο του εγκλήματος», Εφημερίδα των Συντακτών, 8/11/2012). Είναι έτσι; Λειτουργεί στην Ελλάδα μια τέτοια Οργάνωση; Αυτό καλείται να βρει η Δικαιοσύνη.
Ανεξαρτήτως όμως της ετυμηγορίας της Δικαιοσύνης, κάποια πράγματα είναι ήδη σαφή. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα αποτελεί εμβληματική πράξη γιατί συμπυκνώνει την εκκαθαριστική μανία του ελληνικού –όπως και κάθε άλλου– (νέο)ναζισμού. Συνδυάζει δυο φαινομενικά αντιφατικές τάσεις του φασισμού. Το μίσος προς τις ελίτ και το μίσος προς ό,τι με γνήσιο τρόπο εκφράζει το λαϊκό στοιχείο. Ο Φύσσας ήταν ταυτόχρονα οικείο λαϊκό πρόσωπο και πρωτοπορία. Ήταν λαϊκή πρωτοπορία. Και ανεξαρτήτως εάν θα επιβεβαιωθεί δικαστικά ο εγκληματικός χαρακτήρας της οργάνωσης, το βέβαιο είναι πως εκείνη τη νύχτα μια ομάδα σχετιζόμενη με την οργάνωση επέδειξε εντυπωσιακή ετοιμότητα. Εγκληματική ετοιμότητα. Ετοιμότητα προς το έγκλημα. Ομαδική. Δικτυωμένη. Ταχύτατη. Και έτσι η σπειροειδής κλιμάκωση του καλοκαιριού του 2013 πέτυχε κέντρο: νυχτερινές επιθέσεις στις γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, επίθεση σε συνδικαλιστές, δημόσια διεκδίκηση των τιμίων χωμάτων στον Μελιγαλά, δολοφονία Φύσσα. Η τελευταία ενέργεια ήταν εκείνη που αποτέλεσε τομή για την αντιμετώπιση της ΧΑ.
Ωστόσο, δυο χρόνια μετά δεν μπορούμε να είμαστε περήφανοι. Ούτε καν ήσυχοι. Στο ζήτημα της αντιμετώπισης της νεοναζιστικής και ρατσιστικής βίας είναι βαριά η θεσμική αμεριμνησία, η πολιτική εθελοτυφλία και η κοινωνική αδράνεια. Βαριά και η εφεκτικότητα τμημάτων των κρατικών θεσμών, του πολιτικού προσωπικού, των μέσων ενημέρωσης και του κοινωνικού σώματος. Όσο αυτά συνεχίζουν, η κοινωνική ασφάλεια απειλείται ευθέως.
Δυο χρόνια μετά ο θάνατος του Παύλου Φύσσα παραμένει πολύτιμο μέταλλο. Θα δικαιωθεί όμως μόνο όταν η ποινική, πολιτική και κοινωνική απαξία απαλείψουν την νεοφασιστική απειλή.
Κωστής Παπαϊωάννου, ΓΓ Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – εκπαιδευτικός