Ημέρα 397: «Από το να τις φάνε οι χρυσαυγίτες, προτιμώ να τις φάνε κομμουνιστές.»

397η Συνεδρίαση, Αίθουσα τελετών Εφετείου Αθηνών, 30/10/2019

Ι. Πρόσβαση στο δικαστήριο

Εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα πρόσβασης και παρακολούθησης της δίκης, με επίδειξη και παρακράτηση της αστυνομικής ταυτότητας, μέχρι τη συμπλήρωση των θέσεων του κοινού στην αίθουσα του ακροατηρίου. Υπήρχε μεγάλη παρουσία δημοσιογράφων και κοινού εντός της αίθουσας.

II. Παρουσία των κατηγορουμένων

Αυτοπροσώπως παρών κατά τη διαδικασία ήταν ο κατηγορούμενος Λαγός.

III. Υποβολή αιτήματος συνηγόρων υποστήριξης της κατηγορίας της οικογένειας Φύσσα

Η συνήγορος υποστήριξης της κατηγορίας Τομπατζόγλου υπέβαλε εγγράφως και προφορικώς αίτημα ανάγνωσης εγγράφων σχετικών με την απόφαση του Μιχαλολιάκου περί παύσης λειτουργίας των γραφείων της τοπικής οργάνωσης Νίκαιας. Ο συνήγορος υπεράσπισης Μιχαλόλιας (Γ.) αντιτάχθηκε στην ανάγνωσή τους. Το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε για τα περαιτέρω.

ΙV. Αίτημα συνηγόρου υπεράσπισης

Κατά τη διάρκεια της απολογίας του Λαγού, ο συνήγορος Γκαβέλας θέλησε να υποβάλει κατ’ άρθρο 141 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το αίτημα να μην τίθενται υπόψη δεδομένα [:από φωτογραφία όπου εικονίζονται χρυσαυγίτες με όπλα] που δεν υπάρχουν. Η Εισαγγελέας ζήτησε να απορριφθεί. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα.

V. Κατάθεση του κατηγορούμενου Λαγού

Ο κατηγορούμενος Λαγός δήλωσε ότι οι πράξεις που του αποδίδονται είναι από τηλεφωνικές συρραφές ομιλιών και μηνύματα, ότι δεν έχει να απολογηθεί για τίποτε και ότι δεν αποδέχεται την κατηγορία. Ήρθε στη συνεδρίαση του Δικαστηρίου «για να ακουστεί η φωνή του», επειδή επί 6 χρόνια δεν του δόθηκε το δικαίωμα να απαντήσει αναφορικά με τις κατηγορίες που τον βαρύνουν. Επί της διαπίστωσης της Προέδρου ότι απολογήθηκε ανακριτικά, αντέτεινε ότι απολογήθηκε μεν δύο φορές, αλλά τη δεύτερη δεν του απηύθυναν ερωτήσεις. Θεωρεί ότι οι δικαστικοί λειτουργοί δεν είχαν αρμόζουσα συμπεριφορά, επειδή πίεζαν τους συγκατηγορούμενους του και ο ίδιος ρωτήθηκε για σημαίες κ.λπ. και όχι σε σχέση με την ανθρωποκτονία Φύσσα, για την οποία του αποδίδεται ηθική αυτουργία. Κατέθεσε, δε, ότι στράφηκε κατά των δικαστικών λειτουργών που είχαν επιληφθεί, αλλά η σχετική μήνυση «χάθηκε». Και ότι, ως εκ τούτου, «δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη». Προσέθεσε ότι μάρτυρας που έχει μαγαζί, κοντά στο σημείο της ανθρωποκτονίας Φύσσα, ανέφερε ότι είχε έρθει ο υπουργός Δένδιας να πάρει κάμερες που είχαν σχετικό υλικό και κανείς δεν ασχολήθηκε περαιτέρω. Θεωρεί ότι υπάρχει διαδικασία «πολιτικής εξόντωσής» τους. Ακόμη, τόνισε ότι ζήτησε από την πρώτη στιγμή την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου του.

Η σχέση του με τη Χ.Α. ξεκίνησε στα τέλη του 1999 και συμμετείχε σε εκλογικές αναμετρήσεις μετά το 2006. Εκτός από βουλευτής, υπήρξε μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου από το 2007 και νωρίτερα στην Κεντρική Επιτροπή. Από το 2005 του ανατέθηκε η υπευθυνότητα για τον Πειραιά, περιοχή όπου τότε υπήρχε μόνο μία τοπική οργάνωση. Κατά τον ίδιο, τα μέλη στα όργανα της Χ.Α. ήταν πολύ λίγα, μέλος αποκαλούσαν όποιο άτομο ήταν ενεργό και συνιστούσε «άτυπο στην ουσία μέλος». Οι λοιποί ήταν υποστηρικτές. Από τη Χ.Α. αποχώρησε μετά τις εκλογές [του 2019] και έχει ενταχθεί σε καινούργιο φορέα. Θεωρούσε ότι έπρεπε να αποταθούν σε άλλη ομάδα ανθρώπων, «να γίνει ένα άνοιγμα, επειδή βλέπουμε την πατρίδα μας να κινδυνεύει. Όχι δηλαδή μόνο πατριώτες, αλλά που θα ήθελαν να αντισταθούν στα όσα συμβαίνουν, στη λαίλαπα των λαθρομεταναστών».
Κατέθεσε ότι διαφώνησε και με τη διαδικασία που η Χ.Α. ακολούθησε κατά τη διάρκεια της δίκης. Θεωρεί ότι η δίκη έπρεπε να γίνει δημόσια με κάμερες, ώστε να δουν όλοι τί έχει γίνει, επειδή «οι δημοσιογράφοι το περνάνε όπως εκείνοι θέλουν».

Με τον Πατέλη γνωρίστηκε μετά τις εκλογές του 2012, ήρθαν σε επαφή για να ανοίξουν γραφεία στη Νίκαια. Ο Πατέλης του έδινε την εντύπωση «εξαιρετικού παιδιού». Τον Ρουπακιά δεν τον ήξερε, τον είχε δει 3-4 φορές, αλλά αν τον έβλεπε στον δρόμο δεν θα τον αναγνώριζε. Το βράδυ της δολοφονίας του Φύσσα, τον πήρε τηλέφωνο ο Πατέλης μετά τις 12 και του είπε ότι «άτομο από τη Χ.Α. έχει προσαχθεί». Αρχικά του είπε για ασήμαντο λόγο και μετά από 4-5′ ότι έγινε μαχαίρωμα. Υπήρξε συνεννόηση για να πάει δικηγόρος στον συλληφθέντα. Ο ίδιος δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Το κινητό τηλέφωνό του το είχε δώσει σε πολλά άτομα. Εκείνη τη βραδιά συνομιλούσε με τον Πατέλη για δύο σημαντικά ζητήματα: Την πραγματοποίηση ομιλίας στη Νίκαια, μαζί με τον Μιχαλολιάκο, μετά από κάποιες μέρες, καθώς και την πραγματοποίηση διανομής τροφίμων. Μετά την ανθρωποκτονία, συνομιλούσαν μόνο γι’ αυτή. Ο Μιχαλολιάκος δεν ενημερώθηκε από τον ίδιο, αλλά από αλλού το πρωί της επόμενης ημέρας και είχε πληροφορηθεί για τη δολοφονία ήδη όταν βρέθηκαν.

Θεωρεί ότι «η συκοφαντία από τα ΜΜΕ ήταν τεράστια». Ότι μέχρι τη δολοφονία δεν ήξερε καν ποιος είναι ο Φύσσας και ότι δεν υπήρξε στοχοποίησή του. Ο Πατέλης του έλεγε ότι η τοπική οργάνωση Νίκαιας δεν είχε καμία εμπλοκή. Κατά τον Λαγό, «ο κατ’ ομολογίαν δράστης λέει ότι ο ίδιος το έκανε και διώχθηκαν 69 άνθρωποι, βουλευτές κ.λπ., αυτό είναι παγκόσμιο ρεκόρ». Ερωτηθείς σχετικά, κατέθεσε ότι λένε ότι δεν ήταν άλλοι δίπλα στον Ρουπακιά. Και ότι, παρ’ όλον ότι το μαχαίρωμα έγινε σε πολυσύχναστο σημείο, με πολλά μαγαζιά, ένα βίντεο δεν εμφανίστηκε που να το αποδεικνύει. Θεωρεί ότι ο Ρουπακιάς ήταν «περαστικός» από τη Χ.Α και η δολοφονία του Φύσσα «ενέργεια περαστικού». Κατά τον ίδιο, ο Ρουπακιάς δεν εργάστηκε στα κεντρικά γραφεία της λ. Μεσογείων. Τόνισε ότι και οι λοιποί, 30-40, που συμμετείχαν σε δράσεις της Χ.Α., επίσης ήταν περαστικοί από τη Χ.Α.

Ερωτηθείς σχετικά, κατέθεσε ότι δεν είχε καμία επαφή με τον Τσακανίκα σχετικά με τον Δήμου. Τον Δεβελέκο τον γνωρίζει χρόνια. Κάποιες μέρες πριν από το μαχαίρωμα είχε μπλεχτεί σε μια «ιστορία με βεγγαλικά» και ήταν εύκολος στόχος. Σε επικοινωνία που είχε μαζί του, του είπε να καθαριστεί το σπίτι του Μπαρέκα επειδή ήταν γραμματέας της τοπικής οργάνωσης του Πειραιά και, ακόμη και ένας σουγιάς να βρισκόταν, θα γινόταν θέμα για τη Χ.Α.

Σε σχέση με την επίθεση κατά των Αιγυπτίων αλιεργατών, ο κατηγορούμενος κατέθεσε ότι έμαθε ότι έγινε από άτομα μη σχετιζόμενα με τη Χ.Α. και ότι, όπως του είχε πει ο Πανταζής, δεν εμπλεκόταν. Ο κατηγορούμενος κατέθεσε και ότι «όπως λειτούργησε το σύστημα της ελληνικής δικαιοσύνης έκανε αρκετούς να γονατίσουν, μεταξύ αυτών και ο Μίχος. Ήταν διατεθειμένοι να που ό,τι μπορούσαν να πουν για να προστατεύσουν τον εαυτό τους. Ακόμα και μη λέγοντας την αλήθεια.». Και ότι δεν υπήρξε ποτέ τηλεφώνημα με τον Μίχο για το συγκεκριμένο περιστατικό.
Ερωτηθείς αν οι δηλώσεις σε ομιλίες του μπορούσαν να θεωρηθούν ως προτροπή για επιθέσεις, ο κατηγορούμενος απάντησε ότι «οποιοσδήποτε πολιτικός μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιες εκφράσεις, αν είναι να ποινικοποιηθεί ο δημόσιος πολιτικός λόγος…».

Σε σχέση με την ομιλία του στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος το 2013 για το ΠΑΜΕ, κατέθεσε ότι [το τελευταίο] συνιστούσε για «γάγγραινα» και ότι υπήρξε τρομοκρατία εκεί επί χρόνια. Δεν πρότεινε ο ίδιος να συσταθεί σωματείο προσκείμενο στη Χ.Α., αλλά αν το γινόταν είχε δηλώσει ότι η Χ.Α. θα ήταν δίπλα τους. Έσβηναν τα συνθήματα του ΚΚΕ, έβγαζαν τις αφίσες, «ήταν μια ιδεολογική μάχη». Για το περιστατικό με τους ναυτεργάτες του ΠΑΜΕ είχε μιλήσει με τον Δεβελέκο, ότι δηλαδή επρόκειτο «για συνηθισμένο συμβάν μεταξύ οπαδών πολιτικών κομμάτων, ότι έπεσαν κάτι χαστούκια, σε μια συμπλοκή που προκάλεσαν κομουνιστές. Από το να τις φάνε οι χρυσαυγίτες, προτιμώ να τις φάνε κομμουνιστές.». Και ότι «το μάθημα το πήρανε, ότι είμαστε πάρα πολύ δυνατοί».

Κατά τον κατηγορούμενο, στις εκδηλώσεις στον Μελιγαλά «κάτι τραβήγματα έγιναν, ξύλο δεν έπεσε. Για τον Λαγό έλεγαν ότι έκανε τα πάντα.». Και τούτο, επειδή είχαν το τηλέφωνό του, το οποίο παρακολουθούταν.  Τον κατηγορούμενο δεν τον είχε απασχολήσει πώς λειτουργούσε η τοπική οργάνωση της Νίκαιας. Κατέθεσε [σε έντονο ύφος] ότι «μας τραβολογάτε εδώ και εξήμισι χρόνια να απολογηθούμε για βεγγαλικά. Δεν αποδέχομαι, γι’ αυτό, την ελληνική δικαιοσύνη […] Είναι ντροπιαστική η διαδικασία που ακολουθείτε και δεν ξέρω το κατά πόσο θα είστε υπερήφανοι μετά και εσείς και οι συνάδελφοί σας για την απόφαση που θα βγάλετε». Κατέθεσε δε ότι δόθηκε πολλή αξία στους «κουκουλοφόρους» μάρτυρες.

Ο κατηγορούμενος κατέθεσε ότι γνωρίζει μόνο το καταστατικό της Χ.Α. του 2012, ότι δεν υπήρχαν τάγματα εφόδου στη Χ.Α., «αν κάποιος χαζοϋποστηρικτής έκανε κάποια κουβέντα είναι άλλο». Ερωτηθείς αν έχει σχέση η Χ.Α. με τον εθνικοσοσιαλισμό και αν υπήρχαν ναζιστικά σύμβολα, δήλωσε ότι «θα απαντήσω αν λεχθεί ότι διωκόμαστε για πολιτικές απόψεις». Και ως προς την αρχή του Αρχηγού, ότι υπήρχε ο «αυτονόητος σεβασμός σε κάθε αρχηγό κόμματος». Περαιτέρω, δεν έγινε ποτέ συνάντηση με εργολάβους. Για το όπλο που βρέθηκε να κατέχει σπίτι του χωρίς άδεια, κατάθεσε ότι το είχε πάρει πριν από χρόνια από άγνωστο πρόσωπο, για το ενδεχόμενο να απειλήσει κάποιος την οικογενειακή του γαλήνη, καθώς είχε δεχθεί πολλές απειλές. Στο παρελθόν έχει καταδικαστεί για παράνομη οπλοφορία. Ως προς τα όσα έχει καταθέσει η τέως σύζυγός του, κατέθεσε ότι δεν μπορεί να απαντήσει, καθώς [αυτή] «έχει πρόβλημα, δεν είναι καλά».

Στο σημείο αυτό, το Δικαστήριο διέκοψε για την 06/11/2019 στην αίθουσα τελετών του Εφετείου Αθηνών, οπότε και αναμένεται να συνεχιστεί η ακροατηριακή διαδικασία με την απολογία του κατηγορουμένου Μιχαλολιάκου.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΙΣ

ΑΡΧΕΙΟ