ΗΜΕΡΑ 12: ΜΕΘΟΔΕΥΣΕΙΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ;

12η Συνεδρίαση, Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού, Αθήνα, 16/07/2015

Ι. Για την αίθουσα του δικαστηρίου: εξακολουθούν να υφίστανται τα ίδια προβλήματα που επισημαίνονται κάθε φορά, καθώς η συνεδρίαση διεξήχθη στην ίδια αίθουσα των Φυλακών Κορυδαλλού, αίθουσα ακατάλληλη και χωρίς τη δυνατότητα εισόδου και παρακολούθησης της δίκης από το κοινό. Η κατάσταση αυτή αποτυπώνεται πλέον και στον ελάχιστο αριθμό παρευρισκομένων εντός της αίθουσας, δίνοντας την εικόνα μιας διαδικασίας που διεξάγεται σχεδόν αποκλειστικά ενώπιον μόνο των παραγόντων της δίκης.

ΙΙ. Παρουσία και εκπροσώπηση των κατηγορουμένων: Παρόντες κατά την έναρξη της διαδικασίας στις 9:09 δεκατέσσερις (14) από τους εξήντα εννέα (69) κατηγορούμενους, ενώ ο κατηγορούμενος Ευστάθιος Μπούκουρας εμφανίστηκε γύρω στις 10:00, για να αποχωρήσει και πάλι νωρίτερα από τη λήξη της συνεδρίασης, αφού πρώτα έκανε ο ίδιος προσωπικά  τη δήλωση άρνησης της κατηγορίας που τον βαραίνει. Σε αντίθεση με τον κατηγορούμενο Μπούκουρα, οι λοιποί, παρόντες και μη, κατηγορούμενοι έκαναν τη δήλωση άρνησης των κατηγοριών για τις οποίες δικάζονται ή προέβαλαν τις ενστάσεις τους σχετικά με τις κατηγορίες αυτές δια των συνηγόρων τους. Κατά την έναρξη της διαδικασίας και την ανάγνωση των ονομάτων των κατηγορουμένων υπήρξαν και πέντε (5) τον αριθμό απόντες κατηγορούμενοι που εξέλειπε παντελώς η εκπροσώπησή τους στην αίθουσα, καθώς απουσίαζαν και οι εξουσιοδοτούμενοι για την εκπροσώπησή τους συνήγοροι. Γενικά παρατηρήθηκε μειωμένη συμμετοχή συνηγόρων υπεράσπισης και προσπάθεια κάλυψής τους από συνηγόρους άλλων κατηγορουμένων, είτε για όλη τη σημερινή διαδικασία, είτε για το διάστημα της μη παρουσίας τους και μέχρι να εμφανιστούν στην αίθουσα του Κορυδαλλού.

ΙΙΙ. Η απόφαση του δικαστηρίου για το ζήτημα της φράσης «ΟΛΟΙ ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ ΕΙΝΑΙ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ»

Μετά την εκφώνηση των ονομάτων των κατηγορουμένων και την αντίστοιχη εκπροσώπησή τους από τους συνηγόρους τους, η Πρόεδρος του δικαστηρίου ανακοίνωσε την απόφασή του για το ζήτημα που με έντονο τρόπο είχε προκύψει στην προηγούμενη συνεδρίαση. Συνοπτικά και ως σύνδεση με την προηγούμενη ημέρα το περιστατικό είχε ξεκινήσει με την αρχική κατάθεση της έγγραφης ένστασης του συνηγόρου του κατηγορουμένου Αγγου, κ. Σωτηρόπουλου, που κατά την προφορική ανάπτυξή της, δήλωσε μεταξύ άλλων, ότι «όλοι οι κατηγορούμενοι είναι μέλη του ίδιου κόμματος». Δήλωση η οποία προκάλεσε την παρέμβαση του συνηγόρου Μιχαλόλια με αποτέλεσμα να  ανακληθεί συνολικά η ένσταση και να μην κατατεθεί στα πρακτικά. Το γεγονός αυτό ξεσήκωσε την αντίδραση και αποχώρηση των συνηγόρων πολιτικής αγωγής, κατα την προηγούμενη συνεδρίαση είχε απορριφθεί χωρίς ιδιαίτερη αιτιολογία το αίτημα που είχαν υποβάλλει στο δικαστήριο για τη μαγνητοφώνηση (φωνοληψία) της διαδικασίας, προκειμένου να διαφυλαχθούν και τέτοιου είδους μεθοδεύσεις.

Τελικά η απόφαση του δικαστηρίου επ’ αυτού του συμβάντος, την οποία υποδέχθηκε θετικά το σύνολο των συνηγόρων της πολιτικής αγωγής, είναι ότι παρά την ανάκληση και την υπαναχώρηση της κατάθεσης της ένστασης και παρά το γεγονός ότι απορρίφθηκε το αίτημα περί κατάθεσης του εγγράφου της ένστασης στα πρακτικά της δίκης που είχε τεθεί από τους συνηγόρους της πολιτικής αγωγής, θα πρέπει η επίμαχη δήλωση να εγγραφεί στα πρακτικά της δίκης. Έτσι, συνοπτικά η Πρόεδρος του δικαστηρίου ανέφερε ότι θα πρέπει να εγγραφεί στα πρακτικά ότι (με βάση τα άρθρα 140 παρ. 1 και 141 παρ. 1 του Κώδικα Ποινική Δικονομίας) ο συνήγορος του κατηγορουμένου Άγγου ανέπτυξε την ένσταση του περί της απουσίας του οικονομικού οφέλους με βάση τη σύμβαση του Παλέρμο και ότι κατά την αναφορά του στην παραβίαση του άρθρου 29 του Συντάγματος περί της ελεύθερης λειτουργίας πολιτικού κόμματος, ανέφερε μεταξύ άλλων, ότι «όλοι οι κατηγορούμενοι είναι μέλη του ίδιου κόμματος» και ύστερα από αυτό ανακάλεσε την ένσταση του.  Μετά από την ανακοίνωση της απόφασης αυτής ο συνήγορος πολιτικής αγωγής κ. Τζέλης, αφού είχε ζητήσει προηγουμένως το λόγο, δήλωσε ότι δεν υπάρχει καμία αιχμή εις βάρος του γραμματέα της έδρας κάτι που πρεσβεύει και το σύνολο των συνηγόρων της πολιτικής αγωγής.

ΙV. Η συνέχεια της προβολής των ενστάσεων και των δηλώσεων άρνησης της κατηγορίας από την πλευρά των συνηγόρων υπεράσπισης των κατηγορουμένων:

Α. Κάποιοι συνήγοροι (και ο ίδιος προσωπικά ο κατηγορούμενος Μπούκουρας, αλλά και ο συνήγορος του Ρουπακιά) έκαναν μια απλή δήλωση ότι αρνούνται την κατηγορία που τους απαγγέλλεται, χωρίς να προβάλλουν την οποιαδήποτε ένσταση.

Β. Κάποιοι συνήγοροι κατέθεσαν εγγράφως ενστάσεις και τις ανέπτυξαν προφορικά, άλλοι απλώς αναφέρθηκαν συνολικά στις ενστάσεις που μέχρι εκείνο το σημείο είχαν ήδη αναπτυχθεί από άλλους συνηγόρους, ενώ κάποιοι άλλοι επιφυλάχθηκαν να καταθέσουν αυτοτελείς ισχυρισμούς κατά την πρόοδο της διαδικασίας. Το σύνολο πάντως των ενστάσεων έχουν ως αιτήματα, είτε στην παύση της ποινικής δίωξης (απουσία εγκλήματος/δεδικασμένο), είτε στην αναγνώριση κάποιας ακυρότητας που έχει γίνει μέχρι σήμερα στην διαδικασία που προηγείται της εκδίκασης της υπόθεσης στο ακροατήριο (προδικασία/στάδιο ανάκρισης/άρση ασυλίας Βουλευτών) και παραβιάζει τα δικαιώματα των κατηγορουμένων που αν γίνουν δεκτές πρέπει να σταματήσει η δίκη και να ξαναγυρίσει η διαδικασία πίσω προκειμένου να θεραπευτούν οι άκυρες ενέργειες. Η πλειονότητα πάντως των συνηγόρων ισχυρίστηκε, ότι υπάρχει αοριστία και ασάφειες ως προς τις πράξεις που κατηγορούνται, όπως προκύπτουν από την κλήση και το βούλευμα, με το επιπρόσθετο γεγονός ότι είναι προϊόν πολιτικής δίωξης και εξόντωσής τους από την τότε κυβέρνηση με την σύμπνοια των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Με αυτό τον τρόπο θεωρούν και ισχυρίζονται ότι οι κλήσεις τους για εμφάνιση στο δικαστήριο που στηρίζονται στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι άκυρες και ως εκ τούτου θα πρέπει αυτές να συνταχθούν εκ νέου και να ξανακληθούν οι κατηγορούμενοι από την αρχή.

Πιο χαρακτηριστικά ο συνήγορος Τσάγκας που υπερασπίζεται τον Γερμενή και τον Μιχάλαρο στήριξε την ακυρότητα της κλήσης στο γεγονός, ότι δεν προκύπτει ακριβής καθορισμός των πράξεών τους, ούτε τα στοιχεία μιας δομημένης ομάδας και ούτε η διαρκής της δράση που απαιτεί το άρθρο 187 ΠΚ περί εγκληματικής οργάνωσης. Υποστήριξε, ότι δεν γνωρίζουμε καν ποιες πράξεις ακριβώς αποδίδονται στην οργάνωση και σε ποιες είχαν την παραμικρή συμμετοχή αυτοί που υπερασπίζεται, ενώ και για την κατηγορία της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης υποστήριξε, ότι δεν εξειδικεύεται στην κλήση για ποιες επιθέσεις έδωσε ο Γερμενής εντολές ή σε ποιες συμμετείχε.

Ο συνήγορος Κατσιάβος του Ηλιόπουλου στήριξε την ακυρότητα της κλήσης στο ότι αναφέρεται αυτή απλώς σε έξι (6) πράξεις που με τη ρήση «ενδεικτικώς παρατίθενται» σημαίνει, ότι υπάρχει αοριστία και ασάφεια που δημιουργεί προβλήματα στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και έτσι δεν γνωρίζει για τι ακριβώς θα απολογηθεί. Ανέφερε δε ότι δεν υπάρχουν τα στοιχεία που να προσδιορίζουν το πότε, το πού και το ποιοι συγκρότησαν την εγκληματική οργάνωση και άρα αφού δεν υπάρχει ούτε συγκρότηση δεν υπάρχει ούτε ένταξη σε αυτή.

Η συνήγορος Βελέντζα που υποστηρίζει τους Καζαντζόγλου, Καλαρίτη και Χρυσαφίτη και κάλυψε και πολλούς απόντες συναδέλφους της, οι οποίοι κατόπιν αναφέρθηκαν στα λεγόμενα της, έκανε μια εκτενή αναφορά στην ένστασή της, διαβάζοντας κατά βάση το έγγραφο που καταθέτει ταυτόχρονα με την προφορική ανάπτυξη. Μάλιστα, μετά από αντιδράσεις της πολιτικής αγωγής, για παραβίαση της αρχής της προφορικότητας της διαδικασίας, δέχθηκε τις συστάσεις της Προέδρου να συντομεύσει και να μην διαβάζει το γραπτό κείμενο που θα καταθέσει, καθώς ο νόμος ορίζει ότι η προφορική ανάπτυξη θα πρέπει να είναι συνοπτική, ενώ η Εισαγγελέας σχολίασε, ότι με τους ισχυρισμούς της μπαίνει στην ουσία της υπόθεσης που δεν αφορά το δικαστήριο στην παρούσα φάση.

Αναφέρθηκε σε παρατυπίες και στο αναιτιολόγητο διατάξεων εισαγγελέων και βουλεμάτων, που αφορούσαν τη διερεύνηση της υπόθεσης κατά το στάδιο της ανάκρισης και πιο συγκεκριμένα, στην άρση του απορρήτου των κινητών τηλεφώνων των κατηγορουμένων. Ανέφερε δε, ότι σε αυτό συνέδραμε και φωτογραφίζεται η πολιτική εξουσία, που πίεζε προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς οι αιτιολογίες στις αποφάσεις για άρση του απορρήτου γίνονταν αμέσως δεκτές και αρκούνται απλά στο κατεπείγον της κατάστασης και στο ότι είναι δυσχερής η διερεύνηση της υπόθεσης.

Ο συνήγορος Κουντούρης του Καλπιτζή ανέφερε, ότι έγιναν πρόδηλα σφάλματα, καθώς το όνομα του πελάτη του αναφέρεται εκ παραδρομής σε λίστες της οργάνωσης, στο facebook και σε κάρτες μέλους, ενώ κατέθεσε αυτοτελή ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης, υποστηρίζοντας, ότι ο πελάτης του δεν γνώριζε ότι η επικοινωνία και η συμμετοχή του στη Χρυσή Αυγή ήταν κάτι παράνομο, ενώ η Πρόεδρος τον διέκοπτε λέγοντάς του πολλές φορές ότι μπαίνει στην ουσία της υπόθεσης και ότι αυτό δεν μας ενδιαφέρει προς το παρόν.

Η συνήγορος Φαλιαρίδου του Καστρινού ανέφερε, ότι υπάρχει αοριστία, καθώς υπάρχουν ιατροδικαστικές εκθέσεις που μιλάνε μόνο για ελαφρές σωματικές βλάβες και όχι για βαριές βλάβες που θα δικαιολογούσαν τον ανθρωποκτόνο δόλο του πελάτη της.

Ο συνήγορος του Γρέγου αναφέρθηκε σε αοριστία που προκύπτει από την μη στοιχειοθέτηση στην κλήση της συγκρότησης της εγκληματικής οργάνωσης και έτσι χωρίς να γνωρίζουμε τον τόπο, το χρόνο, την υποδομή και τα τεχνικά μέσα, δεν υπάρχουν στοιχεία μιας διαρκούς ομάδας με δομημένη δράση που απαιτεί ο νόμος, ενώ η απλή ρήση του βουλεύματος περί της ίδρυσης μιας οργάνωσης που μετά μετατράπηκε σε πολιτικό κόμμα, είναι ελλιπές στοιχείο.

Ο συνήγορος Ρουσσόπουλος του Λαγού, ανέπτυξε με τη σειρά του και τον ισχυρισμό περί αοριστίας των πράξεων στην κλήση και στο βούλευμα και στην έκδοση των βουλευτών από τη Βουλή με τα ίδια επιχειρήματα που αναφέρθηκαν ανωτέρω, ενώ στάθηκε αρκετά στο γεγονός του πολιτικού χαρακτήρα της δίωξης με έντονο τρόπο και με αναφορές στον πρώην Υπουργό Προστασία του Πολίτη Δένδια, σε αναφορές του τύπου της εποχής των συλλήψεων και σε ορισμένου δημοσιογράφους που επέμεναν για την προφυλάκισή τους και σε ρητές εντολές του τύπου «να μην ξεφύγει κανείς». Με τις αναφορές αυτές θέλησε να θεμελιώσει την παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου και της δίκαιης δίκης, όπως αυτά αποτυπώνονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ). Μίλησε δε για στοιχεία της δικογραφίας που είχαν στα χέρια τους δημοσιογράφοι και διακινούνταν στον τύπο, πριν ακόμα λάβει γνώση ο ίδιος και ο κατηγορούμενος, ενώ έκλεισε λέγοντας, ότι η δίκη αυτή είναι πολιτική εντολή του τότε πρωθυπουργού, όταν η Χρυσή Αυγή ήταν δεύτερο κόμμα στις δημοσκοπήσεις.

Ο συνήγορος Ευαγγελάτος του Λιακόπουλου, ζήτησε να γίνει άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του πελάτη του κατά το διάστημα εκείνο και πριν δύο μήνες από τη σύλληψή του, για να αποδειχθεί ότι δε είχε την οποιαδήποτε εμπλοκή, επικοινωνία και ανάμειξη με τον οποιοδήποτε συγκατηγορούμενό του από τη Χρυσή Αυγή.

Από τις πιο χαρακτηριστικές ενστάσεις που προκάλεσαν τους συνηγόρους πολιτικής αγωγής, το κοινό, τους δημοσιογράφους και την έδρα του δικαστηρίου ήταν αυτές της συνηγόρου Πούλια για τον Μαριά.

Η συνήγορος ξεκίνησε ζητώντας από το δικαστήριο να διατάξει ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη για το αν τα τραύματα του Αμπουζίντ Εμπάρακ ήταν ικανά από άποψη έντασης, έκτασης και είδους να προξενήσουν την ανθρωποκτονία του θύματος. Στο σημείο εκείνο η Πρόεδρος τη ρώτησε κάπως ειρωνικά: «εννοείται τώρα;», προσπαθώντας να της υπενθυμίσει, ότι έχουν περάσει χρόνια από τότε για να εξεταστεί αξιόπιστα κάτι τέτοιο. Η συνήγορος συνέχισε εμπρηστικά ζητώντας από το δικαστήριο να διερευνήσει για το αν ο Αμπουζιτ Εμπάρακ κατά το χρονικό διάστημα της τελέσεως της φερόμενης εις βάρος του πράξης είχε ή δεν είχε άδεια παραμονής. Το αίτημα αυτό προκάλεσε την έντονη αντίδραση του συνηγόρου πολιτικής αγωγής Καμπαγιάννη ο οποίος ρώτησε: «γιατί αν δεν είχε άδεια, είχε κάθε δικαίωμα να τον χτυπήσει;». Και η Πρόεδρος την ρώτησε για ποιο λόγο να το εξετάσουμε αυτό, με την απάντηση της συνηγόρου να είναι, ότι θα μπορούσε κάλλιστα ο Αμπουζίντ Εμπάρακ να έκανε εσκεμμένα μια τέτοια καταγγελία για να λάβει άδεια παραμονής μέσω της προστασίας που παρέχεται σε θύματα ρατσιστικής βίας μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση.

Η συνήγορος Παϊπάη του Μίχου αναφέρθηκε κυρίως στον πολιιτκό χαρακτήρα που έχουν οι διώξεις, κάτι που αποδεικνύεται και από τον εξευτελισμό που υφίστανται οι κατηγορούμενοι με τους περιοριστικούς όρους που τους επιβλήθηκαν, ενώ ανέφερε, ότι στον πελάτη της δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο (τηλεφωνική επικοινωνία, sms, αρχεία Η/Υ) που να επιβαρύνουν τη θέση του.

Ο κατηγορούμενος Μπούκουρας δήλωσε ο ίδιος προσωπικά μετά από παραινέσεις της δικηγόρου του, ότι αρνείται την αποδιδόμενη σε αυτόν κατηγορία και ότι είναι απολύτως αθώος, ξεκίνησε λέγοντας ότι ουδέποτε πούλησε τη βούλησή του για χάρη κανενός, ενώ στάθηκε στο γεγονός ότι το μόνο που έκανε είναι να ασκεί το κοινοβουλευτικό του καθήκον και τίποτε άλλο. Όταν άρχισε να επεκτείνεται εν είδει απολογίας, τον διέκοψε η Πρόεδρος, λέγοντας του ότι αρκεί στο σημείο αυτό η άρνηση της κατηγορίας και τα υπόλοιπα κατά το στάδιο της απολογίας. 

Ο συνήγορος Αρβανίτης του Παναγιώταρου, συντάχθηκε με τις ενστάσεις των συναδέλφων του, ενώ στάθηκε στο γεγονός, ότι η αναγνώρισή του από θύματα και μάρτυρες είναι πλαστή, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι συνήγοροι Κατσαρός του Σαντοριναίου και η συνήγορος του Σταμπέλου.

Στο σημείο αυτό η Εισαγγελέας είπε ότι για να απαντήσει σε όλες αυτές τις ενστάσεις θέλει χρόνο και έτσι επιφυλάχθηκε , ενώ το δικαστήριο διέκοψε για λίγο, προκειμένου να καταθέσει και τις ενστάσεις του ο συνήγορος Σπυρόπουλος των κατηγορουμένων, Δασκαλάκη, Πετράκη, Ψυλακη. Όταν επανήλθε στην έδρα το δικαστήριο ο συνήγορος Σπυρόπουλος ζήτησε την παύση της ποινικής δίωξης για τους πελάτες  του λόγω εκκρεμοδικίας/δεδικασμένου, ενόψει του ότι έχουν ήδη καταδικαστεί από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνου για τις ίδιες πράξεις και ήδη εκκρεμεί η εκδίκαση της υπόθεσης, ενώπιον του Εφετείου.

V. Η επαναδιατύπωση του αιτήματος για φωνοληψία των πρακτικών από τους συνηγόρους πολιτικής αγωγής

Στο σημείο αυτό και λίγο πριν διακοπεί η δίκη για τη δικάσιμο της 21ης Ιουλίου ο συνήγορος πολιτικής αγωγής Τζέλης επανέφερε το αίτημα για την τήρηση των πρακτικών της δίκης με φωνοληψία, καθώς η απόφαση του δικαστηρίου στην προηγούμενη δικάσιμο ήταν προπαρασκευαστική και μπορεί να ανακληθεί και να αλλάξει, από την στιγμή που προκύπτουν νέα δεδομένα, σαν αυτό που έγινε με τον συνήγορο Σωτηρόπουλο του Άγγου. Ενώ, λοιπόν η Πρόεδρος ζήτησε να υποβληθεί συνοπτικά το αίτημα και να μην δημιουργηθούν οι εντάσεις της προηγούμενης δικασίμου η Εισαγγελέας αποφάσισε να εμμείνει στην πρόταση της για απόρριψη του αιτήματος της φωνοληψίας των πρακτικών της δίκης.

Οι συνήγοροι της πολιτικής αγωγής πήραν το λόγο και ο καθένας ανέπτυξε τα επιχειρήματά του, ενώ το κλίμα εκτραχύνθηκε πάλι όταν ο συνήγορος Καπερνάρος κάλεσε τον συνήγορο Τζέλη να κάνει λιγότερο θέατρο, ακριβώς τη στιγμή που αναφερόταν στους επικείμενους κινδύνους, τις μεθοδεύσεις και τα προβλήματα σαν αυτό που συνέβη στην προηγούμενη δικάσιμο.

Το σύνολο των συνηγόρων της πολιτικής αγωγής στάθηκε και στο πρακτικό του θέματος, καθώς σύμφωνα με τη συνήγορο Κουγιάτσου βοηθάει όλους μας, για να μην κάνουμε αυτή τη τόσο μεγάλη σε χρόνο και όγκο διαδικασία από μνήμης και στην αναζήτηση της πραγματικής αλήθειας.

Ο συνήγορος Σαπουντζάκης χαρακτήρισε τη φωνοληψία των πρακτικών της δίκης κάτι αντικειμενικά ωφέλιμο και για τους ίδιους του κατηγορούμενους και τους συνηγόρους υπεράσπισης και πολιτικής αγωγής, ενώ πάλι ένταση δημιουργήθηκε όταν η συνήγορος Ζαφειρίου μίλησε για την ανάγκη να αποτυπωθούν λέξη – λέξη οι φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν από τους κατηγορούμενους.

Ο συνήγορος Παπαδάκης ανέπτυξε προφορικά όλους τους λόγους που έχουν να κάνουν και με το πρακτικό του ζητήματος, αλλά και για τους κινδύνους μεθοδεύσεων από την πλευρά των συνηγόρων υπεράσπισης, όπως αναφάνηκαν στην προηγούμενη συνεδρίαση, τίμησε με ευγένεια τον άθλο του γραμματέα της έδρας, λέγοντας ότι οφείλουμε να μην τον μετατρέψουμε σε μαγνητόφωνο. Χαρακτηριστικά δε σχετικά με την πανταχώθεν έλλειψη δημοσιότητας και λόγω της αίθουσας που δεν πληροί τα στάνταρ της δημοσιότητας της δίκης, αλλά και με την απόρριψη των αιτημάτων της τηλεοπτικής και ραδιοφωνικής κάλυψης, ανέφερε πώς αν απορριφθεί και το αίτημα της φωνοληψίας των πρακτικών οδηγουμάστε σε μια «δίκη στα μουλωχτά» και πρέπει αυτοί που αποφαίνονται να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι στην κοινωνία.

Τέλος, ο συνήγορος Καμπαγιάννης έμμεινε κυρίως στην κομβική πρακτική σημασία που θα έχει η φωνοληψία των πρακτικών για όλους ανεξαιρέτως τους παράγοντες της δίκης και κυρίως για τους κατηγορουμένους και τους συνηγόρους υπεράσπισης, στους οποίους απηύθυνε έκκληση να συμπλεύσουν με το αίτημα της πολιτικής αγωγής απλά και μόνο ως σωστοί επαγγελματίες δικηγόροι. Αναφέρθηκε δε και στη δημόσια δήλωση του φερόμενου ως αρχηγού της εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή που είχε ζητήσει με έντονο τρόπο παλαιότερα την τηλεοπτική κάλυψη της δίκης. Στο σημείο αυτό έλαβε το λόγο ο συνήγορος Καπερνάρος ανέφερε, ότι δικονομικά το περιστατικό που έγινε στην προηγούμενη δικάσιμο δεν αποτελεί ένα νέο και κρίσιμο δεδομένο, όπως απαιτεί ο νόμος για να επανεξεταστεί το ζήτημα και να επανυποβληθεί το αίτημα από τους συνηγόρους πολιτικής αγωγής, καθώς ο συνήγορος Σωτηρόπουλος είχε κάθε δικαίωμα να ανακαλέσει, ενώ δεν προκύπτει δικονομικά υποχρέωση καταγραφής επιχειρημάτων και ισχυρισμών, αλλά μόνο δικαίωμα του ομιλούντος στη διαδικασία.

Σε αυτό το πλαίσιο και σε κλίμα έντασης η Πρόεδρος ζήτησε από το συνήγορο Κοντοβαζαινίτη του Αναδιώτη που βρισκόταν στις θέσεις του κοινού, αν επιθυμεί να προσθέσει κάτι προφορικά για τις ενστάσεις που είχε καταθέσει γραπτώς και αναφέρονταν στην απουσία οικονομικού οφέλους, σύμφωνα με τη σύμβαση του Παλέρμο και αυτός δήλωσε, ότι ανακαλεί τον ισχυρισμό του, όπως είχε κάνει και ο συνήγορος Σωτηρόπουλος.

Η συνεδρίαση έληξε απότομα στο σημείο αυτό και περιμένουμε στις 21/7 στις 9:00 στην αίθουσα των Γυναικείων Δικαστικών Φυλακών Κορυδαλλού να ακούσουμε την απόφαση του δικαστηρίου επί του δεύτερου αιτήματος της πολιτικής αγωγής για φωνοληψία των πρακτικών, όπως και τις προτάσεις της Εισαγγελέως επί των ενστάσεων των συνηγόρων υπεράσπισης.

φωτο: Eurokinissi/Τατιάνα Μπόλαρη

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΙΣ

ΑΡΧΕΙΟ