Ημέρα 407: «ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ»

407η Συνεδρίαση, Αίθουσα τελετών Εφετείου Αθηνών, 21/1/2020

Ι. Πρόσβαση στο δικαστήριο

Εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα πρόσβασης και παρακολούθησης της δίκης, με επίδειξη και παρακράτηση της αστυνομικής ταυτότητας, μέχρι τη συμπλήρωση των θέσεων του κοινού στην αίθουσα του ακροατηρίου. Υπήρχε μεγάλη παρουσία δημοσιογράφων και κοινού εντός της αίθουσας.

II. Παρουσία των κατηγορουμένων

Κανένας κατηγορούμενος δεν ήταν αυτοπροσώπως παρών κατά τη διαδικασία.

III. Συνέχιση της αγόρευσης του συνηγόρου πολιτικής αγωγής Παπαδάκη

Ο συνήγορος Παπαδάκης ξεκίνησε αναφέροντας ότι μέχρι την 12/6/12 τα καταγεγραμμένα περιστατικά βίας, στα οποία εμπλέκεται η ΧΑ, είναι 61, ενώ στο υπόλοιπο του 2012 είναι 192, δηλαδή τριπλασιάστηκαν. Και ανέφερε, συνοπτικά, διαφορετικά «δεν θα του έφτανε ούτε μέχρι το μεσημέρι η ώρα», σειρά αυτών. Από την αλληλουχία τους, συμπέρανε ότι η εξέλιξη της ΧΑ είναι αλληλένδετη με την κλιμάκωση της εγκληματικής δράσης της. Κατά τον ίδιο, η κυβερνητική αστάθεια μετά από έναν χρόνο μνημονιακής πολιτικής ισχυροποίησε τη ΧΑ, η οποία είχε κάθε λόγο να πιστεύει ότι με τη βία αυξάνει την επιρροή της. Είχε τη στήριξη μελών του αστικού συστήματος, Μπαλτάκου κ.λπ., ήταν σοβαρή κυβερνητική εφεδρεία και το ένιωθε. Και όχι άδικα, καθώς «η ΕΛ.ΑΣ. ασχολείται με Ηριάννες και όχι με αυτούς. Και οι μετανάστες δεν τολμούν να βγουν από τα σπίτια τους.». Με κορυφαία γεγονότα την επίθεση κατά των ναυτεργατών του ΠΑΜΕ –δηλαδή την κατά μέτωπο σύγκρουση κατά του ΚΚΕ, κόμματος με μεγάλη ιστορία– και αμέσως μετά από 2 μέρες υην επίθεση κατά του Φύσσα.

Σχετικώς, καθώς έχουν ήδη αναφερθεί διεξοδικά οι συνάδελφοι συνήγοροι, ο Παπαδάκης περιορίστηκε στην «επιτομή της συγκάλυψης», δηλαδή της κατάθεσης του αστυνομικού Κουρεντζή, που συνέλαβε τον Ρουπακιά. Η ΔΙΑΣ έβλεπε τον Ρουπακιά έτοιμο να φύγει, δεν έκανε τίποτε. Θα περίμενε κανείς ο πρώτος που θα καλείτο να καταθέσει να ήταν αυτός, που συνέλαβε τον Ρουπακιά, «τον έφαγε όμως το σκοτάδι για 6 μήνες». Δικαίως ένοιωθε ο Ρουπακιάς τους αστυνομικούς «δικούς του», «τόσα είχαν κάνει μαζί». Είχε την ατυχία να βρεθεί σε κάποιους που δεν ήταν δικοί του. Και μετά έκανε από το Τμήμα τη συγκάλυψή του, ενώ οι φίλοι του Φύσσα ήταν κρατούμενοι.
Μόλις δε το κράτος αποφάσισε να ασχοληθεί με τη ΧΑ, οι επιθέσεις φθίνουν. Κατά τον συνήγορο, υπάρχουν εκατοντάδες καταγεγραμμένες επιθέσεις και υπάρχουν εκατοντάδες άλλες μη καταγεγραμμένες, λόγω έλλειψης χαρτιών, οικονομικής αδυναμίας και υποστήριξης των χρυσαυγιτών δραστών από την αστυνομία. Κι έτσι αραχνιάζουν, όπως οι 32 στο συρτάρι του Δένδια, που θα ήταν 532 αν είχε γίνει σωστή δουλειά και διώκονταν. Χιλιάδες θύματα απέναντι σε ένα κράτος που δεν κάνει τίποτε, μιά κυβέρνηση που στηρίζει την ατζέντα της ΧΑ. Η δικαιοσύνη παρακολουθεί online τη δράση της, αντιποιήσεις αρχής από Κουκούτση κλπ.

Στο πλαίσιο της προκείμενης δίκης εξετάστηκαν 153 μάρτυρες, εκ των οποίων 131 ήταν του κατηγορητηρίου, 6 κάλεσε το Δικαστήριο και 16 έφερε η πολιτική αγωγή. Από αυτούς 32 ήταν παθόντες, 40 αυτόπτες μάρτυρες, 18 αστυνομικοί, 11 δημοσιογράφοι, 16 παράγοντες Τοπικής Αυτοδιοίκησης, 15 μέλη αντιφασιστικών οργανώσεων/ακτιβιστές/πολιτικοί, 8 πανεπιστημιακοί/μελετητές/πολιτικοί αναλυτές και 13 πρώην μέλη της ΧΑ. Η ΧΑ έφερε 61 μάρτυρες υπεράσπισης -αν και αρχικά είχε δηλώσει 140-.

Μάρτυρες μέλη – στελέχη της ΧΑ προσπάθησαν να υποστηρίξουν ότι δεν έχει παρά υποστηρικτές η οργάνωση –αξιοποιώντας τη σχετική νομολογία–, φτάνοντας στον παραλογισμό ότι δεν υπάρχουν γενικώς μέλη, μόνο μέλος είναι ο Μιχαλολιάκος. Ο Πατέλης δήθεν δεν είναι μέλος. Εξαγγέλθηκε ότι θα ερχόντουσαν δύο άτομα τα οποία δεν έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης, τελικά δεν ήρθαν. Ο δε Μιχαλολιάκος έδωσε μεγάλο βάρος στο ότι πρόκειται για κόμμα με μεγάλα ποσοστά και ότι διώκεται για την πολιτική δράση του. Κατά τον συνήγορο, «ό,τι ποσοστό όμως και να παίρνει, δεν δικαιούται να κάνει ό,τι θέλει, γι’ αυτό υπάρχει δικαστική εξουσία, δεν υπάρχουν αριστεροί και δεξιοί νόμοι.».

Οι ίδιοι έλεγαν για Μακρονήσια. Ο Μπαρμπαρούσης -ο βοσκός όπως τον είπε ο Μιχαλολιάκος στην απολογία του- καλούσε τον στρατό να συλλάβει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αποπέμπεται και λίγο μετά μετ’ επαίνων επανέρχεται. Στο σημείο αυτό ο συνήγορος διερωτήθηκε για τον Μιχαλολιάκο τί δουλειά έκανε, με ποια πολυτέλεια βιοποριστική έκανε όσα έκανε, δηλώνοντας στην Εφορία ξενοδοχεία για πελάτες χωρίς αποσκευές, όπου δουλεύουν Πακιστανοί που βρίζει. Περαιτέρω, διερωτήθηκε πώς είναι δυνατόν να σε καταδιώκει η κυβέρνηση και ο γενικός γραμματέας της, Μπαλτάκος, να συνομιλεί με τον κοινοβουλευτικό σου εκπρόσωπο.

Όσον αφορά στην ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για τη δολοφονία Φύσσα, που αναλήφθηκε από τη ΧΑ, σε αντίθεση με την ποινική, διερωτήθηκε πώς γίνεται να είναι αυτή δεκτική η ευθύνη για κακουργήματα. Καθώς και γιατί ο Μιχαλολιάκος την αναλαμβάνει, ενώ είχε αρχικά αποδοκιμάσει τη δολοφονία. Καθώς και γιατί δεν την ανέλαβε τότε που αυτή έγινε, αλλά δυο χρόνια μετά, προεκλογικά και ενώ έχει ξεκινήσει η δίκη. Καθώς και γιατί παραλληλίστηκε με τη δολοφονία Τεμπονέρα. Στο σημείο αυτό, ο συνήγορος επισήμανε ότι σε κάποιες περιπτώσεις η πολιτική ευθύνη ταυτίζεται με την ποινική. Διερωτήθηκε, δε, από πού αντλεί η ΧΑ την ασυλία της, αναφερόμενος σχετικά στη δολοφονία του Τζιάκομο Ματεότι και τη σχετική δήλωση του Μουσολίνι.

Ο συνήγορος δήλωσε ότι είναι σκανδαλοδέστατο, ενώ στο βούλευμα υπάρχει πληθώρα στοιχείων για την τέλεση περαιτέρω εγκλημάτων από τους κατηγορούμενους, αλλά και από άλλους χρυσαυγίτες, να μην αξιοποιούνται αυτά για επιπλέον ποινικές διώξεις. Αναφέρθηκε, δε, συγκεκριμένα σε σειρά εγκληματικών πράξεων και ηθικών αυτουργιών σε αυτά (οπλοκατοχής, διατάραξης οικιακής ειρήνης, επικίνδυνης σωματικής βλάβης κ.λπ.). Διερωτήθηκε πού είναι οι Μπέλος, Στήβενς, Χρυσοβιτσιάνος, Δράκος κλπ. Με κορωνίδα τον Δεβελέκο, που ήταν «Νο 2» στην τοπική του και που χτύπησε τις συνηγόρους Ε. Κουνιάκη και Ε. Τομπατζόγλου, ο οποίος δεν διώκεται καν.

Στη συνέχεια, ο Παπαδάκης υποστήριξε με επιχειρήματα, βάσει της μειοψηφήσασας γνώμης εφέτη του Συμβουλίου που συνέταξε το παραπεμπτικό βούλευμα, τη δέουσα εν προκειμένω εφαρμογή του άρθρου 187Α ΠΚ, δηλαδή για τη θεώρηση της ΧΑ ως τρομοκρατικής οργάνωσης. Θεωρεί, δε, ότι οι κατηγορούμενοι έχουν την πολυτέλεια να καταγγέλλουν για πολιτικές διώξεις, λόγω και της ατιμωρησίας τους μέχρι τότε. Στηλίτευσε δε, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι η προηγούμενη κυβέρνηση διατήρησε σε ισχύ τον ν. 3090/2002, βάσει του οποίου δεν μεταδόθηκε η δίκη δημόσια. Κατά τον συνήγορο, «το παλικάρι της φακής, ο Μιχαλολιάκος, είχε τάχα δηλώσει ότι ήθελε να δημοσιευθεί η δίκη, είπαμε ωραία, να που συμφωνούμε για κάτι, και τελικά υπαναχώρησε».

Στη συνέχεια, ο συνήγορος αναφέρθηκε στις δυσκολίες που αντιμετώπισε η πολιτική αγωγή: Οι μισές ερωτήσεις τους απαγορεύτηκαν. Η εισαγγελία δεν συνέβαλε, προσκομίζοντας οποιοδήποτε έγγραφο ή προσπαθώντας να υποστηρίξει το κατηγορητήριο. Κατά τον συνήγορο, «αν δεν υπήρχε πολιτική αγωγή, δεν θα υπήρχε δίκη».

Περαιτέρω, ο συνήγορος αντέκρουσε την εισαγγελική πρόταση σε διάφορα σημεία της. Μεταξύ άλλων: Ότι στην πρόταση δεν γίνεται αναφορά στο αρχικό σήμα για τα μέλη της ΧΑ. Ότι ήταν περιττές οι σε αυτή αναζητήσεις αντιφάσεων των Αιγυπτίων μαρτύρων, καθώς δεν υπήρχε διερμηνέας· η δε αναγνώριση των δραστών στο ακροατήριο ήταν σαφέστατη και αδιαμφισβήτητη. Ότι η πρόταση έσφαλε και κατά το ότι εκλαμβάνει ότι δεν συνέτρεχε ανθρωποκτόνος δόλος, με το σκεπτικό ότι οι δράστες εγκατέλειψαν τον Αιγύπτιο εντολέα του πριν πεθάνει. Ότι η εισαγγελέας μπερδεύει την ηθική αυτουργία με τη διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης· ειδικότερα: Ο διευθύνων αυτήν είναι ο ιθύνων νους, δεσμεύει την πολιτική της ταυτότητα. Αν, μέσα στο ιδεολογικό πλαίσιο που ο Μιχαλολιάκος καθόρισε δεσμευτικά, τελέσει πράξη ο Ρουπακιάς, αυτή πράττεται στο πλαίσιο της οργάνωσης. Η διεύθυνσή της καθίσταται αναμφισβήτητη από όλα τα στοιχεία και η μη παραδοχή της συνιστά ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα της εισαγγελικής πρότασης. Ακόμη, η πρόταση σφάλλει και κατά το ότι για τη στοιχειοθέτηση του άρθρου 187 ΠΚ προϋποθέτει την τέλεση οποιουδήποτε κακουργήματος, καθώς δεν απαιτείται η τέλεση κανενός. Η τέλεση πλημμελημάτων υπηρετεί και προετοιμάζει στους σκοπούς της εγκληματικής οργάνωσης. Και κανένα κακούργημα να μην είχε τελεστεί, η εγκληματική οργάνωση στοιχειοθετείται εφόσον αποδεικνύονται τα στοιχεία της, η δε τέλεση κακουργημάτων προβλέπεται μόνο ως σκοπός. Ως προς την ανθρωποκτονία Λουκμάν, δεν απαιτείτο η καταδικαστική απόφαση να αναφέρει τα κίνητρα και το επιληφθέν Μικτό Ορκωτό Εφετείο θα υπερέβαινε τη δικαιοδοσία του αν το είχε κάνει. Αντίστοιχα και στην απόφαση σχετικά με την επίθεση στον Δεμερτζίδη, το επιληφθέν δικαστήριο όφειλε να απόσχει από οποιοδήποτε στοιχείο σχετικό με την ένταξη του κατηγορουμένου στη ΧΑ. Ως προς αυτήν, πάντως, αντίθετα προς όσα έκρινε η εισαγγελέας, δεν καταλείπεται αμφιβολία για τη συμμετοχή του στη ΧΑ και ότι το κίνητρο δεν ήταν μόνο συναισθηματικό.

Περαιτέρω, κατά τον συνήγορο η πρόταση έσφαλλε και καθ’ό μέρος θεώρησε, αναφορικά με την υπόθεση Αντίπνοια, ότι δήθεν ο Σιατούνης δεν έλαβε εντολή από τον Μιχαλολιάκο και ότι δεν συντρέχει ηθική αυτουργία. Η πρόκληση της ενέργειάς του από τη ΧΑ αναφέρεται παντού στην απόφαση και δεν απαιτείτο να έχει δοθεί εντολή. Ακόμη, η πρόταση σφάλλει θεωρώντας και ότι ο Φύσσας –το «μπαστάρδι» όπως είχε αναφερθεί– δεν είχε στοχοποιηθεί, αντίθετα προς όσα προέκυψαν αποδεικτικά (ΕΥΠ Αποστόλου, Δεβελέκος, προστατευόμενος μάρτυρας Γ’), ληπτέας υπόψη και της ταχύτητας της απόφασης, έγκρισης, σχεδιασμού και εκτέλεσης. Επίσης σφάλλει η εισαγγελέας θεωρώντας ότι κανένας μάρτυρας κατηγορίας δεν εισέφερε περιστατικά για εγκληματική οργάνωση, αντίθετα προς τις δεκάδες μαρτυρίες. Στο σημείο αυτό ο συνήγορος αναφέρθηκε διεξοδικά και στην «απάντηση» του μάρτυρα Αλιβιζάτου, καθηγητή, στην εισαγγελική πρόταση κατά το μέτρο που τον αφορά [βλ. https://www.kathimerini.gr/1060921/article/epikairothta/politikh/ofeilomenh-apanthsh-sthn-eisaggelea-k-adamantia-oikonomoy]. Ο συνήγορος συνέχισε τονίζοντας, ως προς την πειθαρχία και συνιστά στοιχείο δομής της εγκληματικής οργάνωσης, ότι δεν είναι αυτό το αποδεικτέο, αλλά η δομή. Και ότι τα οπλοστάσια που κατήγγειλαν οι προστατευόμενοι μάρτυρες δεν ήταν δυνατόν να βρεθούν, αφού οι κατηγορούμενοι είχαν προειδοποιηθεί σχετικά. Ο δε γενόμενος δεκτός ισχυρισμός του Μιχαλολιάκου ότι οι ναζί φύγανε από τη ΧΑ το 1992 δεν θεμελιώνεται –τουναντίον.

Ο Παπαδάκης συνέκρινε την προκείμενη δίκη με αυτή κατά του Θεοφίλου, κατά την οποία, πρωτόδικα, είχε ο ίδιος ρόλο συνηγόρου υπεράσπισης και η εισαγγελέας Οικονόμου ασκούσε καθήκοντα εισαγγελέα έδρας. Τότε, κατά τον συνήγορο, και το παραμικρό στοιχείο (ανευρεθέν καπέλο στην Πάρο φέρον DNA του κατηγορουμένου κ.λπ.) είχε αξιοποιηθεί από την κατηγορούσα αρχή, με σκοπό να υποστηριχθεί η ενοχή του και να προταθεί η ισόβια κάθειρξή του. Εν τέλει ο εκεί κατηγορούμενος αθωώθηκε αμετάκλητα. Αντίθετα στην τρέχουσα δίκη, η εισαγγελέας ακολούθησε τελείως διαφορετική τακτική, δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο και παρά τη σωρεία αποδείξεων πρότεινε την αθώωση των κατηγορούμενων. Κατά τον συνήγορο, «η εισαγγελέας, που μου είναι συμπαθής, είναι άδικη. Αν είχε ακουστεί η πρότασή της, θα είχε καταδικαστεί ισόβια ο Θεοφίλου, αμετάκλητα, ο οποίος τώρα αμετάκλητα είναι έξω. Εκεί έκανε τη δουλειά της πολιτικής αγωγής, εδώ έκανε της υπεράσπισης. Σέβομαι τον θεσμό της εισαγγελίας, ονόματα όπως ο Δελαπόρτας έχουν γραφεί αθάνατοι, και άλλοι, όπως ο Κόλλιας, αλλού. […] [Οι εισαγγελείς] δεν είναι για να αθωώνουν ενόχους ούτε για να καταδικάζουν αθώους. […] Με όλο τον σεβασμό μου σε θεσμούς και σε πρόσωπα, η πρόταση αυτή πρέπει να ανακληθεί.».

Κλείνοντας, ο συνήγορος Παπαδάκης ευχαρίστησε τους συνεργάτες του, όλους όσους συνέβαλαν στην δημοσιοποίηση των τεκταινομένων στη δίκη παρά τον επικοινωνιακό αποκλεισμό της και τους συνηγόρους υπεράσπισης, που ήταν παρόντες στις αγορεύσεις της πολιτικής αγωγής. Τόνισε ότι «το ποινικό δίκαιο είναι δίκαιο πράξεων και όχι προθέσεων, είναι δίκαιο ευθύνης ατομικής και όχι συλλογικής, είναι δίκαιο ευθύνης πραγματικής και όχι αντικειμενικής, είναι δίκαιο ευθύνης ποινικής και όχι πολιτικής και είναι δίκαιο αποδείξεων στο οποίο μάλιστα κυριαρχεί το τεκμήριο της αθωότητας. Τώρα που η ακροαματική διαδικασία βρίσκεται πίσω μας, η ποινική ευθύνη με τα χαρακτηριστικά αυτά που προδιαγράφτηκαν είναι αναμφισβήτητα αποδεδειγμένη για καθένα των κατηγορουμένων και αισθάνομαι την ανάγκη να διατρανώσω ότι η πολιτική αγωγή δεν βρίσκεται στην δίκη αυτή για να επιδιώξει την εκδίκηση πολιτικών αντιφρονούντων, αλλά για να επιδιώξει τη δικαστική προστασία των θυμάτων της εγκληματικής δράσης και τον σεβασμό των δικαιωμάτων τους που επλήγησαν. […] Το Δικαστήριο βρίσκεται μπροστά σε μία ιστορική ευθύνη, με τα βλέμματα όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας κοινής γνώμης στραμμένα πάνω του και με έκδηλη την αγωνία, αν η ναζιστική εγκληματική βία θα νομιμοποιηθεί 65 χρόνια μετά τη δίκη της Νυρεμβέργης από τους φορείς που εκπροσωπούν τη δημοκρατία.».

Εν τέλει, ο Παπαδάκης διάβασε μέρος της –διαφωτιστικής και για την υπό εξέλιξη δίκη– εξέτασης του Χίτλερ ως μάρτυρα από δικαστήριο το 1931, από το βιβλίο του Μπέντζαμιν Κάρτερχεντ «Crossing Hitler, the man who put the Nazis on the witness stand» (το οποίο δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά). Αφιέρωσε δε την αγόρευσή του στον συνήγορο πολιτικής αγωγής στην ανωτέρω δίκη, Χανς Λίντεν, ο οποίος πέθανε το 1938 στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, καθώς και σε όλους τους ανά τον κόσμο αγωνιστές δικηγόρους, που υπερασπίζονται δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες.

Στο σημείο αυτό, το Δικαστήριο διέκοψε για την 22/1/2020 στην αίθουσα τελετών του Εφετείου Αθηνών, οπότε και αναμένεται να συνεχιστεί η διαδικασία με την αγόρευση του συνηγόρου πολιτικής αγωγής Στρατή.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΙΣ

ΑΡΧΕΙΟ