Απαγόρευση κομμάτων λόγω βίας ως μέσου και σκοπού

3.07.2016

Η περιπέτεια της Χρυσής Αυγής, οργάνωσης που καταστατικά εχθρεύεται τον δημοκρατικό – φιλελεύθερο χαρακτήρα του πολιτεύματος, μας θέτει ενώπιον της αυστηροποίησης της διάταξης που προβλέπει την ίδρυση και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων. Η προβλεπόμενη ρύθμιση έχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με την υφιστάμενη. Δεν αρκείται στη μνεία ότι τα κόμματα πρέπει να υπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία της δημοκρατίας, αλλά κάνει βήμα και στο «διά ταύτα», στο οποίο το Σύνταγμα της Ελλάδας δεν έχει προχωρήσει: προβλέπει και τη «δικονομία» της απαγόρευσης.

Αυτό είναι, αν μη τι άλλο, θαρραλέο. Στη μεταπολίτευση, η Ελλάδα διστάζει να σκεφτεί την απαγόρευση κομμάτων, διότι ο ταραγμένος 20ός αιώνας με την «καχεκτική» δημοκρατία του ή τις δικτατορίες του στοιχειώνει την παράδοση. Η Δ΄ Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδέχεται τη πρόταση του Saint Just «καμία ελευθερία για τους εχθρούς της ελευθερίας». Αντιθέτως, ανέχεται τους εχθρούς της, διότι ώς το 1974, οι απαγορεύσεις στόχευαν αποκλειστικά τη δύναμη που στρεφόταν εναντίον του «κοινωνικού καθεστώτος», την Αριστερά.

Η ιστορικά εύλογη αυτή αδράνεια, ωστόσο, άφησε εκτεθειμένη και ανυπεράσπιστη τη Δημοκρατία μας στη ναζιστική απειλή. Μέχρις ότου να φτάσει στο σημείο του φόνου Ελληνα, η Χρυσή Αυγή αλώνιζε σκανδαλωδώς ανενόχλητη: ένας από τους λόγους (όχι ο μόνος, ούτε ο ισχυρότερος, αλλά υπαρκτός) υπήρξε η νομική αλλεργία ενώπιον της απαγόρευσης οποιουδήποτε κόμματος. Οι υπόλοιπες έννομες τάξεις απορούν με την ελληνική γενναιοδωρία απέναντι στη Χρυσή Αυγή: τέτοιο κόμμα δεν θα υπήρχε με την ίδια ευκολία σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Αυτό είναι σίγουρο.

Η παρούσα πρόταση λοιπόν προσπαθεί να καλύψει το κενό, εκθέτοντας τους τρόπους με τους οποίους θα μπορεί δυνητικά να απαγορευθεί ένα κόμμα το οποίο είναι βίαιο. Το βάρος εδώ, λοιπόν, πέφτει στον δικαστή, ο οποίος μπορεί να απαγορεύσει τη συμμετοχή στις εκλογές ολόκληρου του συνδυασμού ή υποψηφίων κόμματος η ηγεσία του οποίου «παροτρύνει συστηματικά η ανέχεται τη χρήση βίας».

Σταθμίζοντας τα συν και τα πλην της, η εκτίμηση του γράφοντος είναι ότι, πάρα ταύτα, η διάταξη αυτή μπορεί να δημιουργήσει πλείστα προβλήματα από αυτά που επιδιώκει να επιλύσει, καθώς αφήνει δυσανάλογο ερμηνευτικό εύρος στο δικαστήριο να προχωρήσει σε απαγορεύσεις κομμάτων τα οποία εν γένει θα κριθούν «αντικαθεστωτικά». Αλήθεια, ένα κόμμα του οποίου η ηγεσία ασπάζεται τη μαρξιστική ρήση «η βία είναι η μαμή της ιστορίας» δεν μπορεί μάλλον εύκολα να βρεθεί ότι «ανέχεται» τη βία των οπαδών του σε μια άγρια απεργία και έτσι να απαγορευτεί; Το σενάριο δεν είναι διόλου απίθανο. Εδώ έφτασε ο Ρίχτερ στο δικαστήριο με τον αντιρατσιστικό νόμο… Δεν βλέπω κάποια δικλίδα ασφαλείας που θα μπορούσε να μας εγγυηθεί μακροπρόθεσμα ότι οι δικαστές μας θα αποφύγουν ερμηνευτικές ακρότητες. Μια τέτοια κατάσταση θα γίνει όμως η ταφόπλακα της δημοκρατίας μας καθώς θα οδηγήσει στην απαγόρευση της διαφωνίας.

Αυτό που, νομίζω, σε τελευταία ανάλυση καθιστά γόνιμη τη συζήτηση για ένα βήμα παραπάνω στην κατεύθυνση της απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων δεν είναι η εστίαση στο άρθρο 1, παρ. 1 του Συντάγματός μας, που αφορά στη φύση του πολιτεύματος, ούτε γενικά και αφηρημένα στην καταδίκη της βίας. Η απάντηση βρίσκεται στο άρθρο 2, παρ. 1 Σ που αφορά στον σεβασμό της «αξίας του ανθρώπου». Η ελληνική συνταγματική τάξη οφείλει να προφυλαχθεί από τα κόμματα εκείνα που εχθρεύονται την οικουμενικότητα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τη βάση του νομικού μας πολιτισμού. Αυτά τα κόμματα έχουν τη βία ως μέσο και σκοπό μαζί, όπως κατεξοχήν ο ναζισμός στη διάρκεια του αιώνα που αιματοκύλισε την ανθρωπότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι η ιδεολογία αυτή, ο φυλετισμός, ουσιαστικά οδηγεί τους ανθρώπους σε μια διαρκή εγκληματική ετοιμότητα έναντι άλλων όχι γι’ αυτό που αυτοί κάνουν, αλλά γι’ αυτό που είναι. Αυτό είναι που την κάνει υπαρξιακά βίαιη.

Η καταστατική αποστροφή ενός κόμματος έναντι της αξιοπρέπειας του ανθρώπου είναι, κατά την εκτίμησή μου, το μόνο ασφαλές κριτήριο για την απαγόρευση κόμματος και τη θωράκιση της δημοκρατίας μας.

Αλλως, διατρέχουμε τον κίνδυνο, στην προσπάθειά μας να σώσουμε τη δημοκρατία, να την υπονομεύσουμε οι ίδιοι.

*Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Παντείου, αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Πηγή: kathimerini.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΙΣ

ΑΡΧΕΙΟ